Πανηγυρικός Λόγος
από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών Ιωάννη Πανούση
(Εορτασμός της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 από την Παγκαλαβρυτινή Ένωση) Αθήνα, 20/3/2016
«Ο αγώνας της ποίησης και η ποίηση του Αγώνα της Παλιγγενεσίας»
Σεβασμιότατε
Αξιότιμοι εκπρόσωποι των Πολιτικών Θεσμών Αξιότιμοι εκπρόσωποι των Ενόπλων Δυνάμεων Αξιότιμοι εκπρόσωποι των Τοπικών Αρχών
Κύριε Πρόεδρε της Παγκαλαβρυτινής Ένωσης Κυρίες και Κύριοι
Σπεύδω εξ αρχής να καταθέσω ενώπιον σας μια ειλικρινή ομολογία: μακριά από μένα η υπεροψία και η οίηση ότι μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας η ευσύνοπτη αυτή ομιλία θα δυνηθεί να καλύψει και να από-καλύψει το μεγαλείο του απελευθερωτικού Αγώνα που κυοφόρησε και τελικά Πάλιν-γέννησε και Αναγέννησε την Ελευθερία και το έθνος των Ελλήνων το 1821! Όσες λέξεις και αν στρατολογήσω, η μάχη είναι άνιση και η ήττα του ομιλητή βεβαία. Η οσηδήποτε αυτογνωσία διαθέτω μου επιβάλλει την παραδοχή αυτής της εκ των προτέρων δεδομένης συνθήκης. Εντούτοις η αμυδρή ελπίδα ότι θα τύχω της επιείκειας και της συγκατάβασής σας με ώθησε να ανέβω στο βήμα του ομιλητή. Ίσως όμως και να μην είναι μόνο η ελπίδα που με παρέσυρε να αποδεχθώ την πρόταση της Παγκαλαβρυτινής Ένωσης, αλλά και μια μέθη όπως αυτή του Κωστή Παλαμά, όταν μας προσκαλεί να «μεθύσουμε με τ’ αθάνατο κρασί του 21!».
Αυτή η εκστατική μέθη με οδήγησε να στεγάσω τον λόγο μου κάτω από έναν τίτλο, που συναγωνίζεται σε ασάφεια και παραδοξότητα τον γνωστό χρησμό ἥξεις ἀφήξεις οὐκ … και που χρειάζεται γι’ αυτό διασαφήσεις. Ποια μπορεί να είναι η θέση της Ποίησης σε έναν πανηγυρικό σχετικό με τον Αγώνα της Παλιγγενεσίας; Κι όμως! Η Ποίηση, ανατρεπτική η ίδια από τη φύση της, ανέκαθεν στη μακρά ελληνική ιστορία επιχειρούσε να παρέμβει και να δείξει την οδό της επανάστασης. Θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: γύρω στα 600 π. Χ. ο ποιητής Σόλωνας έγραψε μια ελεγεία στην οποία προέτρεπε τους Αθηναίους να πάρουν τα όπλα και να ανακαταλάβουν τη Σαλαμίνα, που κατείχαν τότε οι Μεγαρίτες. Αγνόησε μάλιστα σχετική απαγόρευση και προσποιούμενος τον τρελό πήγε στην αγορά και με τους στίχους του ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του να πολεμήσουν και «να ξεπλύνουν τη βαριά ντροπή». Πριν στην άκρη του χεριού του επαναστάτη βρεθεί το όπλο, πρέπει στη βάση αυτού του χεριού, στην καρδιά, να ανάψει η σπίθα του πόθου της ελευθερίας. Και τη σπίθα αυτή, που θα πυροδοτήσει συνειδήσεις, θα την ανάψει η γραφίδα του ποιητή και γενικότερα του πνευματικού ανθρώπου. Αυτός θα φωτίσει και θα διαφωτίσει. Και ο Αγώνας της Παλιγγενεσίας είχε τον δικό του διαφωτισμό, που προηγήθηκε και τον προετοίμασε˙ σε αυτή τη διαφωτιστική δράση η Ποίηση έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και έδωσε τον δικό της αγώνα.
Ήδη από την άλωση της Πόλης το 1453 ο ανώνυμος ποιητής της λαϊκής Μούσας ήταν εκείνος που φρόντισε να κρύψει και να διατηρήσει άσβηστη κάτω από τις στάχτες της καταστροφής, στη χόβολη της ψυχής του λαού, τη σπίθα του ξεσηκωμού και προφήτεψε με τρόπο αδιαπραγμάτευτο ότι:
« πάλι με χρόνους με καιρούς/ πάλι δικά μας θά ’ναι!».
Τη σκυτάλη θα την πάρει ο ανώνυμος βάρδος του κλέφτικου τραγουδιού, που θα ακμάσει σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και θα φτάσει σε ιδιαίτερη κορύφωση στα προεπαναστατικά χρόνια. Η ανυπότακτη λεβεντιά των Κλεφτών και των Αρματολών θα υμνηθεί και θα διατηρήσει άσβηστο τον πόθο της λευτεριάς μέσα στο ζοφερό σκότος της δουλείας. Πλάι στο καριοφίλι που αγωνίζεται, δίνει τον δικό του αγώνα ο στίχος της δημοτικής ποίησης, ο οποίος θα εγκωμιάσει τα κατορθώματα των παλληκαριών και θα θρηνήσει για τον χαμό τους. Τον λαϊκό αγωνιστικό στίχο τον συνοδεύει ο ήχος της δημοτικής μουσικής που είναι μελαγχολικός, αργόσυρτος, πονεμένος, βαρύς και αντρίκιος˙ θρηνεί την ομορφιά που κορφολογεί ο θάνατος και τα νιάτα που θυσιάζονται. Αυτό το μοιρολόι όμως δεν είναι ιερεμιάδα, αλλά μάθημα ζωής προς τους νέους, ώθηση για μίμηση της λεβεντιάς, προσκλητήριο αντίστασης και προετοιμασία ξεσηκωμού.
Ο δημοτικός στίχος, σε ρόλο παιδαγωγούσας ιστορίας, φρονημάτιζε εθνικά τους νέους, ώστε την κρίσιμη ώρα να τηρήσουν απέναντι στον Τούρκο κατακτητή παρόμοια αρρενωπή στάση με τον απροσκύνητο Κλέφτη που, όταν του προτείνουν υποταγή: «- Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το βεζύρη», εκείνος θα απαντήσει περήφανα: «Όσο ’ν ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,/ πασά ’χει ο Λιάκος το σπαθί, βεζύρη το ντουφέκι!». Αυτά τα πρότυπα αγωνιστικού και ανυπότακτου ήθους προβάλλει η δημοτική ποίηση. Ο νεαρός Βασίλης της δημοτικής ποίησης, έχοντας ενστερνιστεί αυτές τις ιδέες, θα απορρίψει τις συμβουλές της μητέρας του και θα επιλέξει τον ελεύθερο βίο του Κλέφτη:
«Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,/ να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν…/ Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,/ να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια/ να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων,/ και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,/ που πολεμούν με την Τουρκιά ….».
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης εκθειάζει την προσφορά της δημοτικής ποίησης που «βγήκε στον αγέρα δειλά στην αρχή σαν άπλερο πουλί κι έκαμε φτερά και πέταξε ύστερα …». Αυτός ο περήφανος ποιητικός λόγος θα συνδαυλίζει διαρκώς τη σπίθα που σιγοκαίει στη θράκα της εθνικής ψυχής και θα προετοιμάζει τη φλόγα της επανάστασης. Οι αγωνιστές της ελευθερίας, τραγουδιούνται σε κάθε σπιθαμή της ελληνικής γης και αξίες, όπως η λεβεντιά, η αυτοθυσία, η ευψυχία, η αντρειωσύνη, σφυρηλατούν το ανυπότακτο πνεύμα και μια συλλογική συνείδηση που οραματίζεται τον ξεσηκωμό και την αναγέννηση. Κοινός τόπος στη δημοτική ποίηση της προεπαναστατικής περιόδου είναι το ιδανικό της ελευθερίας που τοποθετείται πάνω από όλα τα άλλα αγαθά και από όλες τις αξίες της ανθρώπινης ζωής. Επομένως η συμβολή της δημοτικής ποίησης στην ανάσταση του γένους υπήρξε απροσμέτρητη. Αυτή μπόλιασε με τον ζείδωρο πόθο της λευτεριάς τις ψυχές των σκλάβων. Αυτή εμφύσησε αυτοπεποίθηση και αυτοσυνείδηση στον απλό λαό και πάνω στο στέρεο έδαφός της πάτησαν αργότερα τα επαναστατικά θούρια επώνυμων δημιουργών και διαφωτιστών.
Αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ τον Ρήγα Φεραίο που αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην προετοιμασία και την ευόδωση του Αγώνα. Τα κείμενα του Ρήγα με προεξάρχοντα τον Θούριο συνεχίζουν το έργο της δημοτικής ποίησης. Στον Θούριο μάλιστα ο επαναστάτης δάσκαλος από το Βελεστίνο υιοθετεί το λεξιλόγιο, την εικονοποιία και τον ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού: «Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά,/ μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;/ Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,/ να φεύγομε απ’ τον κόσμο για την πικρή σκλαβιά;».
Αφού η δημοτική ποίηση έχει επιτελέσει το έργο της συντήρησης της μνήμης και της καλλιέργειας του αγωνιστικού πνεύματος, τώρα πλησιάζει η μεγάλη ώρα να ακουστεί το προσκλητήριο του ξεσηκωμού:
«Ελάτε με έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,/ να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν.». Και το επόμενο βήμα το υποδεικνύει η ιαχή:
«Ψηλά, στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,/και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρόν», ώστε ο Αγώνας να γίνει πράξη από άκρου σε άκρο στη σκλαβωμένη πατρίδα. Ο εχθρός άλλωστε δεν είναι δυνατός, αντίθετα
«καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν».
Για να συνειδητοποιήσουμε την επίδραση της ποίησης του Ρήγα στις ευαίσθητες καρδιές των νέων, θα διαβάσω μια ιστορία που δανείζομαι από τον Γάλλο Claude Fauriel: Ένα φίλος του ταξίδευε το 1817 στη Μακεδονία και συνάντησε στον φούρνο κάποιου χωριού (που ήταν και χάνι) ένα νέο παιδί από την Ήπειρο, που δούλευε εκεί. Ο νέος τους κοίταξε όλους προσεκτικά και ύστερα ρώτησε τον ταξιδιώτη: «Ξέρεις γράμματα;», κι όταν εκείνος του απάντησε καταφατικά, τον πήρε παράμερα και βγάζει από τον κόρφο του κάτι που το είχε κρεμασμένο σαν φυλαχτό˙ ήταν ένα βιβλιαράκι με τα ποιήματα του Ρήγα. Τον παρακαλεί να του διαβάσει, ο ξένος το κάνει πρόθυμα, αλλά όταν σε λίγο σηκώνει τα μάτια του βλέπει το παιδί να έχει αλλάξει ολότελα: η όψη του φλεγόταν, τα χείλη του έτρεμαν και δάκρυα κυλούσαν στα μάτια του. «Πρώτη φορά σου διαβάζουν το βιβλιαράκι αυτό;», ρωτά ο ταξιδιώτης. «Όχι˙ πάντα παρακαλώ τους ταξιδιώτες να μου διαβάζουν κάτι˙ τα ’χω ακούσει πολλές φορές». «Κι έτσι συγκινείσαι πάντα;». «Πάντα», απάντησε το παλικάρι. Το περιστατικό είναι αρκετά αποκαλυπτικό και αποδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο πόσο προφητικά ήταν τα τελευταία λόγια του Ρήγα, όταν είπε στον δήμιό του: «Αρκετό σπόρο έσπειρα. Το έθνος μου γλήγορα θα θερίσει το γλυκό καρπό». Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον επαλήθευσαν και ουδεμίαν χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων.
Αυτόν τον πόθο για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και από κάθε είδους καταπίεση εξέφρασαν και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής με σημαντικά κείμενά τους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ποιητικά με την ευρύτερη σημασία του όρου. Το πλήθος όμως των δημιουργών και ο όγκος του έργου τους υπερβαίνουν τα όρια και τις δυνατότητες της μικρής τούτης ομιλίας. Ας μου επιτραπεί όμως να μνημονεύσω διά βραχέων το διαφωτιστικό και επαναστατικό έργο ενός σοποτινού λόγιου, προπάππου του παππού μου Ασημάκη Σοφιανόπουλου, του ιατροφιλόσοφου Παναγιώτη Σοφιανόπουλου. Ο Παναγιώτης γεννήθηκε στο Σοποτό το 1786 και, αφού διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη σχολή του χωριού, έφυγε στην Ευρώπη για να σπουδάσει την ιατρική. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, τη 10ετία πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης δίδαξε ως δάσκαλος στην Πάτρα και σε χωριά της Αχαΐας, γι’ αυτό και το προσωνύμιο ιατροφιλόσοφος. Υπήρξε από τα πιο ανήσυχα πνεύματα της εποχής του, είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και ανέπτυξε αξιόλογη διαφωτιστική και επαναστατική δράση κυρίως στην περιοχή των Καλαβρύτων με διαπρύσιους λόγους, όπου καταφερόταν κατά των κατακτητών. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Φωτάκου «ο Σοφιανόπουλος έκαμνε τον απόστολον διαδίδων τα της Φιλικής Εταιρείας». Ο ίδιος έγραψε: «η ζωή μου εχρημάτισε πολέμιος αδιάκοπος κατά του ψεύδους, της κακίας, της δουλείας, του δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας».
Μετά από τη μικρή αυτή παρέκβαση, θα πάω πίσω στα 1798, τη χρονιά της μαρτυρικής θυσίας του Ρήγα. Δύο μήνες πριν να κλείσει τα μάτια του ο δημιουργός του Θούριου, βλέπει το φως στη Ζάκυνθο ο
Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής, ο οποίος αργότερα θα υμνήσει όλες τις ένδοξες στιγμές της Επανάστασης. Καθώς «οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι», γράφει ο Σολωμός στη Γυναίκα της Ζάκυνθος, «συχνά ολημερνίς και κάποτε ολονυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ». Οι κανονιοβολισμοί όμως αυτοί δεν συνταράζουν μόνο το έδαφος κάτω από τα πόδια του ποιητή, αλλά μεταδίδουν αυτό το
«τρέμουλο» στην ψυχή του˙ δονούν την ύπαρξη του συθέμελα και ανοίγουν μέσα του «χάσμα σεισμού» από όπου «βγαίνουν άνθη πλουμιστά» τα ποιήματά του, «Λουλούδια μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, / άσπρα, γαλάζια, κόκκινα και κρύβουνε τη χλόη.». Ο Σολωμός με όλες του τις αισθήσεις ζει τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του Αγώνα και κρατώντας «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής [του]», θέτει την τέχνη του στην υπηρεσία του αγωνιζόμενου έθνους, μετουσιώνει την Ιστορία σε Ποίηση και παραδίδει τους ηρωικούς άθλους και τους πρωταγωνιστές τους στην αιωνιότητα. Αν εξαιρέσει κανείς τον «μυθικό» πόλεμο της Τροίας, η ελληνική ιστορία δεν έχει άλλη ώρα με τόσους πολλούς ήρωες τέτοιου μεγέθους. Ο Σολωμός συνειδητοποιεί αυτή την αλήθεια και στέκει ως άλλος Όμηρος απέναντι σε αυτή τη χορεία των ηρώων. Στον πολύστιχο «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» του 1823, η Λευτεριά που ήταν ζητούμενο στη δημοτική ποίηση της σκλαβιάς, παρουσιάζεται τώρα αναστημένη από τα ιερά κόκαλα των προγόνων και με ακονισμένη ρομφαία και μάτι ξάγρυπνο «με βία μετράει τη γη» που απαιτεί γρήγορα να ξαναγίνει δική της. Οι μεγαλειώδεις στιγμές των πρώτων χρόνων της επανάστασης απαθανατίζονται και παίρνουν τη θέση που τους αρμόζει στο παλίμψηστο της ελληνικής ιστορίας: η άλωση της Τριπολιτσάς, η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, η καταστροφή του Δράμαλη και ο μαρτυρικός θάνατος του Πατριάρχη. Η Λευτεριά μέσω του ποιητή συμβουλεύει τους αγωνιστές: «Η Διχόνοια που βαστάει/ ένα σκήπτρο η δολερή/ καθενός χαμογελάει,/ πάρ’ το, λέγοντας, και συ./ Κειο το σκήπτρπο που σας δείχνει/ έχει αλήθεια ωραία θωριά/ μην το πιάστε, γιατί ρίχνει/ εισέ δάκρυα θλιβερά.»
Τον ηρωικό αγώνα των Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία της ιερής πόλης (1825-1826) ο εθνικός μας ποιητής τον ύμνησε ανεπανάληπτα με τον ιδιοφυή όσο και οξύμωρο τίτλο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»! Στον ποιητικό λόγο του ακούγεται σε δεύτερο επίπεδο η φωνή του Ρήγα και ακόμη πιο πίσω ηχεί η δημοτική ποίηση. Ο Σολωμός συχνά ανασύρει από τα βάθη των αιώνων τους αρχαίους άθλους, συνδέοντας σε ευθεία γραμμή τα κατορθώματα της εποχής του με τις ηρωικές στιγμές της αρχαίας ιστορίας: «Ω τρακόσιοι! Σηκωθείτε/ και ξανάλθετε σ’ εμάς/ τα παιδιά σας θελ’ ιδείτε/ πόσο μοιάζουνε με σας». Την τραγικότητα των τριακοσίων που νικούν διά της ήττας τους θα πρέπει να είχε στο νου του ο ποιητής, όταν με επιγραμματικά παραστατικό τρόπο απεικονίζει την καταστροφή στα Ψαρά: «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη/ περπατώντας η Δόξα μονάχη / μελετά τα λαμπρά παλληκάρια/ και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινωμένο από λίγα χορτάρια / πού ’χαν μείνει στην έρημη γη».
Την ίδια περίοδο εμπνέεται από την ζώσα ιστορία και δημιουργεί το ποιητικό του έργο ο άλλος μέγιστος Ζακύνθιος ποιητής, ο Ανδρέας Κάλβος. Οι Ωδές του δημοσιεύονται στη διάρκεια του ένοπλου ξεσηκωμού, το 1824 και το 1826, και απαθανατίζουν τις μοναδικές ιστορικές στιγμές και τις ηρωικές μορφές του Αγώνα. Αρκεί να δούμε μόνο τους τίτλους: «Εις τον ιερόν Λόχον», «Εις Πάργαν», «Εις Ψαρά», «Εις Σάμον» και ο κατάλογος συνεχίζεται, αποτυπώνοντας σε κάθε στίχο το δέος του δημιουργού μπροστά στα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους. Ο Κάλβος δεν περιορίζεται στο παρόν, αλλά ξορκίζει και μελλοντικούς φόβους και απεύχεται προφητεύοντας μελλοντικά προβλήματα: «Της θαλάσσης καλύτερα/φουσκωμένα τα κύματα/να πνίξουν την πατρίδα μου/ ωσάν απελπισμένην / έρημον βάρκαν./ Παρά προστάτας νάχωμεν.». Αποφθεγματικά θα αποφανθεί ότι «θέλει αρετήν και τόλμην/ η ελευθερία», ενώ αλλού, υμνώντας τα κατορθώματα του μπουρλοτιέρη Κανάρη, παρουσιάζει τη φύση ολόκληρη να δοξάζει τον ήρωα και να κραυγάζει: «Κανάρη! Και τα σπήλαια/της γης εβόουν: Κανάρη!».
Παίρνοντας αφορμή από αυτό το τελευταίο, θα προσπαθήσω να δείξω ότι οι ηρωικές μορφές του Αγώνα δεν είχαν πάντα την ανάγκη της Ποίησης για να καταχωριστούν στον χώρο του μύθου. Οι ήρωες είχαν εκ φύσεως κάτι το μυθικό και ποιητικό στον λόγο και στην πράξη τους, με αποτέλεσμα το έργο που απέμενε στον ποιητή να είναι πολύ μικρό. Για παράδειγμα ο Κανάρης που αναφέρθηκε πιο πάνω, μια από τις σεμνότερες μορφές του Αγώνα, είχε βρεθεί στη Χίο, πριν από την καταστροφή του νησιού τον Απρίλιο του 1822. Στη σύναξη της βουλής των προεστών στον μώλο, ο Κανάρης, λένε, έβγαλε το φέσι του και θάρρεψε να βγει στη μέση, να πάρει τον λόγο και σαν άλλος Θεμιστοκλής να προτείνει: «τίποτα αρχόντοι δε φελά, μονάχα το καράβι!». Εκείνοι όμως αρνήθηκαν να τον ακούσουν, λέγοντας με περισσή έπαρση: «Ποιος είναι αυτός και πώς τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;». Έτσι χάθηκε το νησί. Ο Κανάρης λίγους μήνες αργότερα, στις 6 Ιουνίου του 1822, έβαλε μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, του επικεφαλής του τουρκικού στόλου που είχε κάψει τη Χίο. Το περιστατικό αυτό ο Αλέξανδρος Πάλλης το έκαμε ποίημα, που καταλήγει ως εξής: «Κι εγώ φωτιά στα χέρι πήρα, /και πέρα τράβηξα κατά της Χιος τα μέρη, /κι είπα από κεί δε βάσταξα με χείλια πικραμένα: /«Να, πώς με λεν εμένα!».
Θα αναφερθώ επιγραμματικά και στην ποιητική ικμάδα του λόγου τριών ακόμα μεγάλων του Αγώνα, θρυλικών πλέον μορφών, που με τη σπάνια αρετή και την αυτοθυσία τους διάβηκαν τα σύνορα του μύθου και στο συλλογικό υποσυνείδητο του λαού μας βρήκαν τη θέση τους ψηλά στο πάνθεο των ηρώων. Θα αρχίσω με τον Γέρο του Μοριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Πριν από την Επανάσταση βρισκόταν στη Ζάκυνθο, όπου είχε βρει καταφύγιο προσπαθώντας να σώσει την οικογένειά του από τις διώξεις των Τούρκων. Εκεί λοιπόν, νοσταλγούσε τον αγαπημένο του Μοριά και πολλές φορές, γράφει ο Σπύρος Μελάς, έπαιρνε το στερνοπαίδι του, τον Κολίνο, ανέβαινε στο κάστρο, αγνάντευε τις βουνοκορφές της σκλαβωμένης πατρίδας και δάκρυζε. Ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής προσπάθησε να αποδώσει τη συνομιλία του ήρωα με τον γιό του, ως εξής:
«τι έχεις, πατέρα μου, και κλαίς και βαριαναστενάζεις; /Βλέπω τη θάλασσα πλατιά και τον Μοριά αλάργα./ Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι.». Αργότερα στη διάρκεια του Αγώνα, κάθε φορά που ο λαός λιποψυχούσε, ο Κολοκοτρώνης ως προφήτης ποιητής με υψωμένα τα μάτια στον ουρανό γύριζε το Μοριά βροντοφωνάζοντας: «Έλληνες, ο θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω!».
Μετά την απελευθέρωση, όταν διηγείται στον Γεώργιο Τερτσέτη τα Απομνημονεύματά του, φτάνει στην περιγραφή της μάχης στα Δερβενάκια. «Και ’κει που είμαστε ταμπουρωμένοι», λέει στον Τερτσέτη, «ξάφνου, φανήκανε στο διάσελο οι Περσάνοι». Ο Τερτσέτης τον διακόπτει: «Όχι, οι Πέρσες, στρατηγέ, οι Τούρκοι ήταν». Και ο Γέρος του αντιλέγει: «Γράφε, ανόητε γραμματικέ, από ’κεί αιώνες τώρα έρχονται οι Περσάνοι, και από ’δω είναι οι Έλληνες που τους πολεμάνε». Στα Απομνημονεύματα του Φωτάκου, διαρκώς ο Κολοκοτρώνης προσφωνεί τους συμπολεμιστές του «Έλληνες» και τους Τούρκους «Περσιάνους».
Δρασκελίζοντας 24 αιώνες ιστορίας, ο Γέρος του Μοριά επιζητούσε μέσα από την ονομασία να αναστήσει την αρχαία δόξα και να δικαιώσει τον λαό που τραγουδούσε: «Του Λεωνίδα το σπαθί, Κολοκοτρώνης το φορεί…». Ένιωθε πως ζούσε κοσμοϊστορικές στιγμές και ότι πρωταγωνιστεί σε κάτι σπάνιο, ανάλογο με τον καιρό που οι αρχαίοι πρόγονοί μας πολεμούσαν τους Πέρσες. «Απάνω στους Περσιάνους!», βροντοφώναζε. Και εννοούσε τους Τούρκους.
Την ίδια αντίληψη συναντάμε και στην άλλη θρυλική μορφή του Αγώνα, στον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Έχοντας στρατοπεδεύσει στα Ταμπούρια του Πειραιά, θα παραγγείλει με δωρικό και αντρίκιο ύφος το δικό του Μολών Λαβέ στον Κιουταχή με τον γνωστό αθυρόστομο και βωμολοχικό λόγο του. Κι όταν λίγες μέρες αργότερα θα λαβωθεί θανάσιμα, θα αφήσει υποθήκη στα παλικάρια του: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Ανάλογη σοφία και διαχρονική αξία κρύβουν και τα λόγια του άλλου μεγάλου αγωνιστή, του Ιωάννη Μακρυγιάννη, που θα γράψει στα Απομνημονεύματά του: «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμε και όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του να φκειάση ή να χαλάση, να λέγη «εγώ», όταν όμως αγωνίζονται πολλοί να φκειάσουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ».
Κυρίες και Κύριοι,
Ίσως σας κούρασα αναδεικνύοντας επουσιώδεις λεπτομέρειες και παραλείποντας άλλα γεγονότα της Επανάστασης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιωδέστερα. Συγχωρήστε μου μια εμμονή που έχω με τα μικρά και τα ασήμαντα, αλλά πάντα πίστευα ότι σε αυτά κρύβεται η ζωή, το ουσιώδες και εν τέλει ο θεός.
Και για να κλείσω, επιτρέψτε μου μια υπογράμμιση: την τελευταία φράση του Μακρυγιάννη ας την κρατήσουμε καλά στο μυαλό και στη καρδιά μας. Αυτούς τους δίσεχτους για την πατρίδα καιρούς, να θυμόμαστε ότι «είμαστε εις το “εμείς” κι όχι εις το “εγώ”».
Σας ευχαριστώ πολύ!