Ιστορικά Άρθρα

Γιατί δεν  ανοίγει  ο  τάφος  τού  Μωάμεθ  του  Πορθητή;

του Νίκου Χειλαδάκη, Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου,

 Στην Τουρκία άνοιξε για άλλη μια φορά σε δημόσια συζήτηση  το ζήτημα του τάφου του Μωάμεθ του Πορθητή και όλων των πιθανών μυστηρίων που κρύβονται εκεί και τα οποία για πολλούς αποτελούν μεγάλο ταμπού για την ίδια την ύπαρξη της Τουρκίας.

Σε μια σημαντική συνέντευξή του στην τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, στις 15 Απριλίου 2012,  ο Τούρκος συγγραφέας, Ahmet Ümit, παρουσιάζοντας το νέο του βιβλίο με τον τίτλο, «Να σκοτώσεις τον Σουλτάνο», ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην ζωή του Μωάμεθ του Πορθητή, δηλώνει ότι υπάρχει ανάγκη να ανοιχτεί επιτέλους ο τάφος του για να ερευνηθεί τι ακριβώς έγινε με τον θάνατό του.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα του έργου, «Σκοτώνοντας τον Σουλτάνο», ο Μωάμεθ ο Πορθητής κατά πάσα πιθανότητα δεν πέθανε με φυσιολογικό τρόπο, αλλά δηλητηριάστηκε. Το γεγονός αυτό για τον Ahmet Ümit έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί αν αποδειχτεί ότι έγινε έτσι, τότε, όπως υποστήριξε ο Τούρκος συγγραφέας, θα καταρρεύσει ένα μεγάλο ταμπού για την ίδια την ύπαρξη της Τουρκίας. Μάλιστα ο Ahmet Ümit χαρακτήρισε «ιστορικό λεκέ» τον δηλητηριασμό του Φατίχ και δεν δίστασε να ζητήσει ακόμα και ιστολογική εξέταση για να εξακριβωθεί η πραγματική αιτία θανάτου του.

Να σημειωθεί ότι ο τάφος του Μωάμεθ του Πορθητή κρατείται ερμητικά κλειστός καθώς στο παρελθόν είχαν κυκλοφορήσει έντονες φήμες ότι αν ανοιχτεί θα αποκαλυφτεί ότι ο Φατίχ, τουλάχιστον στο τέλος της ζωής του, είχε ασπαστεί ο την Ορθοδοξία  και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο τον είχαν δηλητηριάσει. Ο πρώτος που μίλησε αποκαλυπτικά για το θέμα αυτό  ήταν  ένας μεγάλος Τούρκος πολιτικός και ποιητής, ο Γιαχία Κεμάλ Μπεγιατλί και το γεγονός αυτό  αναφέρει ο Τούρκος συγγραφέας, Ρεσάτ Εκρέμ Κότσού στο βιβλίο του, «Οθωμανοί ηγεμόνες». Η απαγορευμένη αυτή μαρτυρία είναι άκρως αποκαλυπτική για την πραγματική θρησκευτική ταυτότητα του μεγάλου Φατίχ των Οθωμανών, του Μωάμεθ του Πορθητή. Γράφει λοιπόν το βιβλίο:

 

«Την εποχή του Αμπντούλ Χαμίτ του Β΄, στις αρχές του εικοστού αιώνα (1908), είχε σπάσει ένας μεγάλος αγωγός νερού στη συνοικία του μεγάλου τεμένους  του Πορθητού, το Φατίχ. Το Φατίχ είχε οικοδομηθεί μεταξύ των ετών 1463 και 1470, πάνω στα ερείπια της κατεδαφισμένης από τους Οθωμανούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την οποία βρίσκονται θαμμένοι πολλοί βυζαντινοί βασιλείς. Στην εκκλησία αυτή ο Γεννάδιος είχε εγκαταστήσει το Πατριαρχείο κατόπιν άδειας του Μωάμεθ μετά την άλωση. Το 1454 ο Πατριάρχης εγκατέλειψε οικιοθελώς την εκκλησία, επειδή μέσα σε αυτή είχε βρεθεί το πτώμα ενός Τούρκου και φοβήθηκε μήπως κατηγορηθούν οι Έλληνες για το έγκλημα. Την κατασκευή του τζαμιού είχε αναλάβει ο Έλληνας αρχιτέκτονας, Χριστόδουλος, που φρόντισε όμως να διατηρήσει τα θεμέλια της κατεδαφισμένης εκκλησίας.

Κατά την επισκευή όμως του χαλασμένου αγωγού, ο Αμπντούλ Χαμίτ έδωσε εντολή να ανοιχτεί ο τάφος του Μωάμεθ (όπως όλοι πίστευαν μέχρι τότε και επισήμως μέχρι σήμερα αναφέρουν οι Τούρκοι) που βρίσκονταν δίπλα στο τζαμί, για να διαπιστωθούν τυχόν ζημιές και να επισκευαστούν.  Ο τάφος λοιπόν ανοίχτηκε και σε βάθος τριών μέτρων βρέθηκε μια σιδερένια καταπακτή από όπου μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στην υπόγεια αίθουσα της βυζαντινής εκκλησίας. Εκεί βρέθηκε όχι μόνον ο αληθινός τάφος του Μωάμεθ, αλλά και το σώμα του σε άριστη κατάσταση πολύ καλά ταριχευμένο, ολόιδιο με το πορτραίτο που είχε φιλοτεχνήσει ο Ιταλός ζωγράφος Μπελίνι,

 πέντε μήνες πριν από τον θάνατο του Πορθητή. Μάλιστα, ο τάφος είχε πάνω του χαραγμένο το σύμβολο του σταυρού μαζί με την ημισέληνο!

Το γεγονός αυτό και μόνο για πολλούς αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Μωάμεθ θέλησε να ταφεί σαν χριστιανός και βυζαντινός βασιλιάς, εν μέσω των άλλων βυζαντινών αυτοκρατόρων».

Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, που για λόγους πολιτικούς την εποχή εκείνη είχε εγκαταλείψει το μπεκτασισμό, (δηλαδή το αιρετικό Ισλάμ), τον οποίο ακολουθούσε και ασπάστηκε τον σουνιτισμό, δηλαδή το ορθόδοξο Ισλάμ, κυριεύτηκε από πανικό και έδωσε εντολή να σφραγιστεί αμέσως ο τάφος του Μωάμεθ. Τα παραπάνω συνέβησαν πριν από το 1908 και έκτοτε ο τάφος του Μωάμεθ δεν ξανάνοιξε. Γι’ αυτό και σήμερα είναι αδύνατο να αποδειχτεί αυτή η μαρτυρία του Μπεγιατλί. Αποτελεί όμως μαρτυρία επιφανούς Τούρκου, η οποία δεν εξυπηρετεί κάποιες σκοπιμότητες και δεν είχε λόγους να παρουσιάζει τον Μωάμεθ Χριστιανό.

Είναι γεγονός ότι παρόμοιες με αυτήν  μαρτυρίες έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς στην Τουρκία, αλλά χωρίς να δοθούν για ευνόητους λόγους μεγάλη έκταση. Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι στις 19 Δεκεμβρίου 1996, το εβδομαδιαίο περιοδικό, μεγάλης κυκλοφορίας, στην Τουρκία, «Ακτουέλ», του συγκροτήματος της γνωστής εφημερίδας, «Σαμπάχ», είχε κυκλοφορήσει με τον εξής εντυπωσιακό τίτλο: «Ο Πορθητής ήταν Χριστιανός;» και από κάτω είχε τον υπότιτλο:  «Οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να λύσουν αυτό το μυστήριο, 540 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Φατίχ». Τότε το περιοδικό παρουσίασε για πρώτη φορά δημοσίως τη θεωρία ότι ο Μωάμεθ ο Πορθητής ήταν ενδεχομένως κρυπτοχριστιανός.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι η μητέρα του ήταν χριστιανή και ο ίδιος Αλεβής. Όταν πήρε την Κωνσταντινούπολη κι εγκατέστησε τον ανθενωτικό Γεννάδιο στο θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου,  τον επισκεπτόταν συχνά στο Μοναστήρι της Παμμακάριστου, όπου και είχαν θεολογικές συζητήσεις. Κάποιες μαρτυρίες τον θέλουν να εκκλησιάζεται κρυφά σε ορθόδοξο ναό, ενώ προς το τέλος της ζωής του διέθετε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ένα πλήρως εξοπλισμένο εκκλησάκι!

Σήμερα το μέρος εκείνο είναι απαγορευμένο και δεν επιτρέπεται σε κανένα, είτε αρχαιολόγο είτε θρησκευτικό αρχηγό να το πλησιάσει, επιτείνοντας έτσι το μυστήριο για τους βυζαντινούς βασιλικούς τάφους αλλά και για τους τάφους των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όλα αυτά βεβαίως θα πρέπει να αποδειχθούν από επίσημα ευρήματα. Η επιμονή όμως των Τούρκων να έχουν άβατο στο χώρο αυτό επιτείνει και ίσως αφήνει περιθώρια για σκέψεις και συνειρμούς που θα άλλαζαν πολλά στην ιστορική προσέγγιση.

 

——————————————————————————————————————————————————

Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης. Τι συμβαίνει ?

 

 

Παίζονται υπόγεια παιχνίδια στο ΑΚΡ για να γίνει η Αγία Σοφία τζαμί;  

Τι λέει ο τ/Υπουργός Πολιτισμού;

«Βαθειά ΙΣΤΟΡΙΑ» (Derin TARİH).

Έτσι λέγεται το νέο πολύχρωμο, πολυτελές, τυπωμένο σε χαρτί ιλουστρασιόν, μηνιαίο περιοδικό εκλαϊκευμένης ‘ιστορίας’, που στο 3ο τεύχος του (Ιουνίου 2012) πραγματεύεται το θέμα της ‘λειτουργίας της Αγίας Σοφίας ως τζαμί’ με τον τίτλο «Ποιος θα σώσει την Αγία Σοφία απ’ την αιχμαλωσία» στο εξώφυλλό του.

Ας δούμε πρώτα ποιος το βγάζει. Η εταιρία Diyalog Dergi Yayıncılık AŞ (ΑΕ Περιοδικών Εκδόσεων Ντιγιαλόγκ), με ιδιοκτήτη και κατά το νόμο υπεύθυνο τον Μουσταφά Αλμπαϊράκ, που είναι επίσης πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας Diyalog Gazetecilik AŞ (Ντιγιαλόγκ Δημοσιογραφική ΑΕ), η οποία εκδίδει την ‘Γενί Σαφάκ’, φιλοκυβερνητική εφημερίδα με τιράζ περίπου 100 χιλ φύλλα.

Η ‘Γενί Σαφάκ’ έχει ενδιαφέρουσα ιστορία: πρωτοβγήκε τον Ιανουάριο του 1995 (ο Ερντογάν εξελέγη δήμαρχος Κωνσταντινούπολης τον Μάρτιο 1994).  Η ιδιοκτήτριά της οικογένεια Αλμπαϊράκ (Albayrak Holding, με δραστηριότητες σε ποικίλους τομείς από την χρυσοχοϊα μέχρι την ενέργεια και από τις εκδόσεις ως τα εφοπλιστικά και τη  διαχείριση λιμανιών), λέγεται ότι κέρδισε τα πολλά λεφτά που της επέτρεψαν να χτίσει μια ‘οικονομική αυτοκρατορία’ στο διάστημα που ο Ερντογάν ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης (1994-1998).  Οι Αλμπαϊράκ που χρηματοδότησαν την εκστρατεία του Ερντογάν για την δημαρχία της Πόλης, εξακολουθούν και σήμερα να ελέγχουν τις μεταφορές (λεωφορεία) της Κωνσταντινούπολης, τη συλλογή απορριμμάτων, το μετρό, την εταιρία διαφημίσεων του Δήμου κ.α. ‘διαγωνισμοί’ που τους κέρδιζαν, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, ‘σκανδαλωδώς’ –οι υποθέσεις αυτών των διαγωνισμών έφτασαν κάποια στιγμή στο Ελεγκτικό Συνέδριο (Sayıştay), οι επιθεωρητές του οποίου διαπίστωσαν 53 διαγωνισμούς του Δήμου που τους είχαν πάρει διάφορες εταιρίες των Αλμπαϊράκ, αλλά το ζήτημα δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο τ/Πρωθυπουργός Ερντογάν έχει μια εταιρία ‘διανομής τροφίμων’ –την Emniyet Gıda- τη διεύθυνση της οποίας έχει από το 2003 αναλάβει ο γιός του Μπουράκ.  Η κόρη του Εσρά είναι παντρεμένη με τον Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γιό του μεγαλύτερου από τα έξι αδέλφια της οικογένειας, Σαντίκ.

Το πρώτο τεύχος του άνω αναφερόμενου περιοδικού (Απρίλιος 2012) είχε ως θέμα εξωφύλλου τα απομνημονεύματα του στρατηγού Κιαζίμ Καράμπεκιρ για τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας [ο Καράμπεκιρ ήταν ο πρώτος ανώτερος αξιωματικός του οθωμανικού στρατού που τάχθηκε στο πλευρό του Μουσταφά Κεμάλ από το 1919, αργότερα όμως διαφώνησε μαζί του και το όνομά του ήταν πρώτο στον κατάλογο των ‘αντιπολιτευομένων’,  ενώ το 1926, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Κεμάλ στη Σμύρνη, συνελήφθη, δικάστηκε σε Λαϊκό Δικαστήριο, αθωώθηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πολιτική. Η επίσημη τουρκική ιστορία τον αναφέρει ακροθιγώς και αορίστως ως ‘τον στρατάρχη που βοήθησε τον Ατατούρκ’, ανεπισήμως όμως είναι γνωστές πλέον οι διαφωνίες του από τα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία μπόρεσαν να επανεκδοθούν το 1951 από το μοναδικό αντίτυπο που είχε διαφύγει την πυρά που είχε διατάξει ο Ατατούρκ το 1932… Μια από τις κύριες διαφωνίες του Καράμπεκιρ με τον Ατατούρκ ήταν η καταστολή της θρησκείας, καθώς ο ίδιος ήταν άνθρωπος θρήσκος και είναι ‘ο κρυφός ήρωας’ των ισλαμιστών της Τουρκίας…], και το δεύτερο τεύχος (Μάιος 2012) με τον τίτλο ‘το τελευταίο μήνυμα του Μεντερές’ στο εξώφυλλο, πραγματευόταν μαρτυρίες θυμάτων του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 27.5.1960.  [Ο Μεντερές που είχε κάπως χαλαρώσει τις θρησκευτικές απαγορεύσεις  είναι το ‘ίνδαλμα’ του τ/Πρωθυπουργού, ο οποίος αναφέρεται πάντοτε σε αυτόν τονίζοντας ότι ‘είναι συνεχιστής της δικής του πολιτικής’.  Ο Μεντερές εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού με απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου της χούντας του 1960 και όταν ο Ερντογάν λέει ‘εγώ μπήκα στην πολιτική κρατώντας στο χέρι μου το σάβανο’ –πράγμα που επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία-, όλοι στην Τουρκία καταλαβαίνουν τι εννοεί…].

Από τη μέχρι τώρα θεματολογία προκύπτει ότι ο στενός κύκλος του Ερντογάν βγάζει [και] ένα περιοδικό ‘ιστορίας’ για να προβάλλει και να ‘φωτίσει’ θέματα που αφορούν τους ισλαμιστές και το κεμαλικό καθεστώς κράτησε στο σκοτάδι. Σύμφωνα με τον διευθυντή του εν λόγω περιοδικού, δημοσιογράφο και συγγραφέα Μουσταφά Αρμαγάν, «με το περιοδικό αυτό όσα ξέρατε για την ιστορία, θα γίνουν ‘ιστορία’».  Ο Αρμαγάν έχει μια εκπομπή ‘ιστορίας’ στο φιλοϊσλαμικό κανάλι TVNET, γράφει από το 1995 θέματα ιστορίας στο κυριακάτικο ένθετο της φιλοϊσλαμικής (της κοινότητας Φετουλλάχ Γκιουλέν) ‘Ζαμάν’ και μεταξύ των βιβλίων του βρίσκονται οι τίτλοι ‘Η άγνωστη ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας’, ‘Τα 50 μεγάλα ψεύδη της Ευρώπης’, ‘Η πρόσφατη ιστορία με τα μάτια του Καράμπεκιρ’, ‘Η εποχή του μονοκομματικού καθεστώτος’…

Το κύριο θέμα του 3ου τεύχους του περιοδικού,  έχει στόχο –όπως φαίνεται και από τον τίτλο του εξωφύλλου: ‘Ποιος θα σώσει την Αγία Σοφία από την Αιχμαλωσία’- να υποστηρίξει ‘επιστημονικά’ την ‘επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας σαν τζαμί’.  Το θέμα καταλαμβάνει 29 σελίδες (20-49) του περιοδικού με πολλές φωτογραφίες και περιλαμβάνει δύο κείμενα των : Ισμαήλ Καρά, καθηγητή Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Μάρμαρα της Κωνσταντινούπολης, με τίτλο «Η Αγία Σοφία ως Μουσείο: η ‘ειρηνική’ άρνηση της Άλωσης» και Αχμέτ Άκγκιουντούζ, πρύτανη του Ισλαμικού Πανεπιστημίου του Ρότερνταμ, «Γιατί πρέπει η Αγία Σοφία να ξαναγίνει τζαμί», συνέντευξη με τον νυν διευθυντή του Μουσείου Αγίας Σοφίας Χαλούκ Ντουρσούν με τον τίτλο «Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο είναι αποτέλεσμα μιας εποχής παραφροσύνης, ανεπάρκειας και ρήξης» και απαντήσεις στο ερώτημα ‘πρέπει να παραμείνει μουσείο ή να γίνει τζαμί;’ του Αντνάν Ερτέμ, διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, του νομικού καθηγητή Χουσεϊν Χατεμί, του συγγραφέα Μεχμέτ Νιγιαζί και του καθηγητή ιατρικής και ποιητή Χιουσρέβ Χατεμί.

Το άρθρο του Αχμέτ Άκγκιουντούζ κοσμεί ένα φωτογραφικό αντίτυπο του Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου της 24.11.1934 με τις υπογραφές 12 υπουργών και του Προέδρου της Δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ, βάσει του οποίου η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε μουσείο. Το μεταφράζουμε ολόκληρο :

 «Η υπ’ αριθμό 94041 από 14.11.1934 γνωμοδότηση που ελήφθη από το Υπουργείο Παιδείας [τα θέματα πολιτισμού ήταν τότε ανατεθειμένα σε αυτό το υπουργείο], αναφέρει ότι: φρονούμε ότι επειδή η μετατροπή σε μουσείο, λόγω της ιστορικότητάς του,  του ευρισκόμενου στην Ισταμπούλ τεμένους της Αγίας Σοφίας, ενός απαράμιλλου μνημείου αρχιτεκτονικής τέχνης, θα ευχαριστήσει όλο τον κόσμο της Ανατολής και θα χαρίσει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα ένα νέο επιστημονικό καθίδρυμα.  Προς το σκοπό αυτό ζητήθηκε από τα Βακούφια [εννοείται η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων] να εκδώσουν μια απόφαση σχετικά με την κατεδάφιση των καταστημάτων στον περίγυρό του [τεμένους] που ανήκουν στα Βακούφια και η εκ μέρους τους απαλλοτρίωση όσων δεν ανήκουν σε αυτά για τον εξωραϊσμό της περιοχής καθώς και η εκ μέρους των Βακουφίων διάθεση ορισμένου ποσού από τον φετινό τους προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό των επομένων ετών για την επισκευή του [τεμένους] και την συντήρησή του.  Στην υπ’ αριθμό 153197/107 από 7.11.1934 σχετική έκθεση που εστάλη από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων γνωστοποιείται ότι το εν λόγω τέμενος δεν έχει κανένα βακούφι καθώς είναι ένα μνημείο που έχει απομείνει από τους Βυζαντινούς και αν και μετά τη μετατροπή του σε τζαμί παραχωρήθηκαν σε αυτό έσοδα τόσο από τους Σουλτάνους όσο και από το λαό, τα προερχόμενα από τους Σουλτάνους έσοδα καταργήθηκαν, ενώ τα έσοδα που παραχωρήθηκαν από τον λαό ήταν η ανάγνωση κορανίου και άλλες παρόμοιες θρησκευτικές φροντίδες που μπορούν να πραγματοποιηθούν και οπουδήποτε αλλού, [το κτήριο] δεν έχει κανένα έσοδο για να μπορέσει να μετατραπεί σε μουσείο και να συντηρηθεί και οι μέχρι τώρα επισκευές του γίνονταν ασχέτως των εσόδων του σε συνεργασία με άλλα βακούφια, όταν το κτήριο αυτό πάψει να είναι τέμενος  δεν θα υπάρχει ούτε αυτή η δυνατότητα ούτε ο προϋπολογισμός [της ΓΔΒ] αφήνει περιθώρια για οποιαδήποτε βοήθεια και [η ΓΔΒ] δεν έχει επίσης τη δυνατότητα να κατεδαφίσει τα καταστήματα που βρίσκονται στον περίγυρο ούτε να αγοράσει ει δυνατόν τα άλλα [καταστήματα] που ανήκουν στον έναν ή στον άλλον.

            Το ζήτημα αυτό συζητήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 24.11.1934, το οποίο ενέκρινε και αποφάσισε να μετατραπεί το τέμενος της Αγίας Σοφίας σε μουσείο και προς το σκοπό αυτό, η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων να κατεδαφίσει τα ανήκοντα σε αυτή καταστήματα που βρίσκονται στο περίγυρο του τεμένους και να καθαρίσει την περιοχή και τα έξοδα της απαλλοτρίωσης και κατεδάφισης των υπολοίπων καταστημάτων καθώς και η επισκευή του κτηρίου και τα έξοδα συντήρησής του να αναληφθούν από το Υπουργείο Παιδείας. 24.11.1934» (ακολουθούν η υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Ατατούρκ και 12 υπουργών).

Το ίδιο άρθρο, σε σχέση με το αμιγώς συναισθηματικού ύφους δεύτερο άρθρο, είναι το μόνο που έχει κάποια ‘στοιχεία’ αλλά καμιά υποσημείωση. Αναφέρει λόγου χάρη ότι «καθότι η Αγία Σοφία είναι ιδιοκτησία του Μουσουλμανικού Τουρκικού έθνους, τα πέντε [σχετικά με την Αγία Σοφία] Διατάγματα που εκδόθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ πασά, είναι αντίθετα προς το Σύνταγμα και το Βακουφικό Δίκαιο και αντίκεινται στους όρους και το νόημα του αφιερωτηρίου του Πορθητή και [επομένως] δεν έχουν καμιά νομική ισχύ», χωρίς να λέει ποια είναι και πού βρίσκονται και σε τι αναφέρονται τα άλλα τέσσερα (πλην του ως άνω πρώτου διατάγματος που αναπαράγεται φωτογραφικά) διατάγματα.

Μεταφράζουμε παρακάτω το δεύτερο –με υπότιτλο ‘Η Αγία Σοφία πρέπει να γίνει τζαμί, γιατί…’- και μεγαλύτερο μέρος του δισέλιδου άρθρου του Άκγκιουντούζ :

«* Μπορούμε, καταρχάς, να επιστήσουμε την  προσοχή στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αξιωματούχοι και οι γραφειοκράτες που κατηύθυναν την πολιτική στην Τουρκία στα 1930.  Ο επικεφαλής της επιτροπής για την Αγία Σοφία, Αζίζ Ογκάν, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την μετατροπή της σε μουσείο, οι τούρκοι μέλη της επιτροπής ζητούσαν να κλείσει το μνημείο τελείως, ενώ ο γερμανός –μέλος κι αυτός της εν λόγω επιτροπής- Eckhart Unger αντιδρούσε στο κλείσιμο του εσωτερικού [κυρίως ναού] που χρησιμοποιούνταν ως τζαμί και στη μετατροπή του σε Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης, επέμενε να παραμείνει ανοιχτός ο χώρος λατρείας και είχε υπογράψει τη σχετική έκθεση σημειώνοντας  την επιφύλαξή του.

*   Ο Μπεντιουζαμάν [Σαϊντ Νουρσί, 1878-1960, συγγραφέας, ερμηνευτής του Κορανίου και ιδρυτής της αδελφότητας των Νουρτζού. Την διδασκαλία του ακολουθεί ο Φετουλλάχ Γκιουλέν], αν και επαναλάμβανε επιμόνως στον Μεντερές ότι αν εξάλειφε το άδικο και άνοιγε την Αγία Σοφία θα χαλούσαν όλα τα σχέδια των ρατσιστών και λαϊκιστών (του CHP) εναντίον του, αλλά ο Μεντερές φοβήθηκε τον κύκλο των ανθρώπων που τον περιέβαλλε και ο Μπεντιουζαμνάν δυστυχώς βγήκε αληθινός.

*   Η ίδια πρόταση ισχύει και για τη σημερινή κυβέρνηση. Αν η κυβέρνηση αυτή θέλει να γίνει –υλικά και πνευματικά- ο ηγέτης του ισλαμικού κόσμου, πρέπει να άρει την ανομία που ισχύει σχετικά με την Αγία Σοφία και να καταργήσει τα διατάγματα. Αυτό μπορεί να γίνει με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Αλλά, δεν μπορεί να γίνει με τον σημερινό Υπουργό Πολιτισμού [Ερτουγρούλ Γκιουνάϊ].  Στην αντίθετη περίπτωση, το Τουρκικό Έθνος θα εξακολουθεί να διώκεται από την κατάρα του Πορθητή.

*   Κατ’ εμε΄η καλύτερη λύση είναι αυτή που αρθρώθηκε από έναν ευρωπαίο πολιτικό: ‘ο κύριος εσωτερικός χώρος πρέπει να ανοίξει ως τζαμί, ενώ τα κλίτη να μείνουν ανοιχτά για το χριστιανικό κόσμο και την υφήλιο. Έτσι θα χαίρονται στην Αγία Σοφία τα μέλη και των δύο θρησκειών.  Εάν υπάρξει κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση  θα είναι ευχαριστημένα κάποια χριστιανικά κράτη, αλλά και  το τουρκικό έθνος θα σωθεί από την κατάρα του Πορθητή. Η Αγία Σοφία πρέπει να ανοίξει για τη θρησκευτική λατρεία των μουσουλμάνων και να πάψει να είναι θέμα συζήτησης και θλίψης.

*   Το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας στη θρησκευτική λατρεία, δεν θα αποτελεί εμπόδιο, αφού γίνουν και μερικές απαραίτητες διευθετήσεις στα παρακείμενα κτήρια [εννοεί τους τάφους-μαυσωλεία των οθωμανών σουλτάνων που βρίσκονται στον περίβολο], για την μερική χρήση της ως μουσείο.  Το άνοιγμα της στη θρησκευτική λατρεία θα χαροποιήσει την πλειονότητα των χριστιανών που τη χρησιμοποιούσαν επί αιώνες ως χώρο λατρείας. Πρέπει να παραμεριστούν οι ιστορικοί ανταγωνισμοί και οι έχθρες και το ιερό αυτό μνημείο να αποκτήσει μια ώρα αρχύτερα την πνευματική ατμόσφαιρα που νοσταλγεί εδώ και αιώνες. Έτσι θα σωθούμε και από την κατάρα που γράφει ο Πορθητής στο αφιερωτήριο.

*  Το σωστό είναι να ανοίξει η Αγία Σοφία ως τόπος λατρείας και τα παρακείμενα τουρκικής εποχής κτίσματα να ανοίξουν επίσης και να αποδοθούν στον εθνικό πολιτισμό. Καθότι η Αγία Σοφία είναι ένα από τα σύμβολα της τουρκικής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας». [Δυστυχώς, πουθενά δεν βρήκαμε κάποιο κείμενο για την τόσο συχνά αναφερόμενη ‘κατάρα’ του Πορθητή].

Ενδιαφέρον, λόγω της θέσης του, έχει και η άποψη του Αντνάν Ερτέμ, Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων. Τη μεταφράζουμε ολόκληρη :

«Η Αγία Σοφία είναι για μας τζαμί και πρέπει να παραμείνει τζαμί. Ο Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ Χαν (ο Μεχμέτ ο Πορθητής) που άλωσε την Ισταμπούλ, αφιέρωσε την Αγία Σοφία ως τζαμί και έβαλε να γραφτεί ειδικό αφιερωτήριο για να μπορέσει να διατηρηθεί αυτή της η ταυτότητα.  Εφόσον, λοιπόν, σε εμάς έχει ανατεθεί η ευθύνη για την προστασία των βακουφίων, εμείς δεν μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά και δεν έχουμε την δυνατότητα να πούμε ‘η Αγία Σοφία είναι μουσείο’.  Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας (ταπού) του τζαμιού της Αγίας Σοφίας είναι εγγεγραμμένος στο όνομα του βακουφιού Εμπουλφέτχ Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ Βακφί’ (Ebulfeth Fatih Sultan Mehmet Vakfı). [Σημειωτέον ότι στο Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου της 24.11.1934 βάσει του οποίου μετατράπηκε σε μουσείο αναφέρεται ότι «δεν έχει κανένα βακούφι…»].

Εμείς κάνουμε τις αναπαλαιώσεις και τη συντήρηση των κτηρίων των βακουφίων. Όσον αφορά όμως τον καθορισμό της λειτουργίας τους, η πρωτοβουλία δεν ανήκει μόνο σε εμάς. Η λειτουργία αποφασίζεται μαζί με άλλους οργανισμούς. Επομένως, το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας ως τεμένους δεν είναι ένα ζήτημα που θα μπορούσαμε να το αποφασίσουμε μόνοι μας.

Το δικό μας καθήκον είναι πρωτίστως κάποιο μνημείο να αναπαλαιώνεται σύμφωνα με την αρχική, σύμφωνη με το αφιερωτήριό του, λειτουργία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αναπαλαιώθηκε, αφού είχε παραμείνει για πολύ καιρό ερειπωμένη η Αγία Σοφία Νικαίας και μετά, με απόφαση που ελήφθη από κοινού με τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (ΔΘΥ) άνοιξε ως χώρος λατρείας. Εμείς αποκαταστήσαμε και αναπαλαιώσαμε το κτήριο, η ΔΘΥ διόρισε προσωπικό και η υπόθεση αυτή λύθηκε με την συνεννόηση των δύο οργανισμών, δηλαδή το κτήριο αυτό που το αφιερωτήριο του το είχε εκδώσει ο Ορχάν Γκαζί [2οςσουλτάνος, γιός του ιδρυτή Οσμάν] το επαναφέραμε στην αρχική του ταυτότητα.

Η περίπτωση της Αγίας Σοφίας ωστόσο είναι διαφορετική. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε μουσείο το 1934 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια διοικητική πράξη.  Επομένως, χρειάζεται να αρθεί αυτή η διοικητική πράξη, να εκδοθεί δηλαδή νέα απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου για να αποκτήσει η Αγία Σοφία νέα λειτουργία ή για να επιστρέψει στην παλιά της.  Μόνο κατόπιν μιας νέας απόφασης Υπουργικού Συμβουλίου, θα μπορούσαν οι αρμόδιοι οργανισμοί  να συζητήσουν και να αποφασίσουν νέα λειτουργία.

Δεν νομίζω ότι οι ξένοι επισκέπτες θα δυσανασχετήσουν πάρα πολύ αν η Αγία Σοφία μετατραπεί σε τζαμί.  Για παράδειγμα, μετά το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας Νικαίας διαβάσαμε στον Τύπο δηλώσεις ξένων επισκεπτών που εξέφραζαν την ευχαρίστησή τους για το ότι ο χώρος ήταν χώρος λατρείας και ξανάγινε χώρος λατρείας.

Επομένως, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας ξανά σε τζαμί θα βοηθούσε να ξαναποκτήσει ο χώρος την πνευματική του ατμόσφαιρα, οι ξένοι επισκέπτες να απολαμβάνουν την ομορφιά της περιήγησης σε χώρο λατρείας όπως γίνεται τώρα σε τζαμιά όπως το Σουλταναχμέτ.  Κι αυτό θα ξανάδινε στην  πραγματικότητα στην Αγία Σοφία τη μυστική ατμόσφαιρα που θα ταίριαζε στην ιστορία και την ταυτότητά της ως χώρου λατρείας».

           

Σχετικά με το περιοδικό, τέλος, στη δεκαμελή Συντακτική Επιτροπή του συμμετέχουν άγνωστα σε εμάς ονόματα πλην του καθηγητή πολιτικών επιστημών, μέλους των Γκρίζων Λύκων τη δεκαετία του ’70 και αργότερα ανανήψαντα,  Μουμτάζερ Τούρκονε, αρθρογράφου σήμερα της ‘Ζαμάν’, στη Συμβουλευτική Επιτροπή όμως υπάρχουν τρανταχτά ονόματα που απορεί κανείς τι γυρεύουν σ’ ένα τέτοιο περιοδικό: ο Τζεμάλ Καφαντάρ, καθηγητής Τουρκικών Σπουδών στο Χάρβαρντ και ο Σουκρού Χανίογλου, καθηγητής Οθωμανικής ιστορίας στο Πρίνστον. Στη συμβουλευτική επιτροπή βρίσκεται και το όνομα του Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, καθηγητή, διπλωμάτη και νυν Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ερώτημα αν η Αγία Σοφία θα μετατραπεί σε τζαμί ετέθη χθες στον τ/Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού Ερτουγρούλ Γκουνάϊ [αυτός για τον οποίο ο Άκγκιουντούζ παραπάνω λέει ότι ‘δεν γίνεται με τον σημερινό Υπουργό Πολιτισμού’], που ήταν ο μόνος καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή (Sky-Türk, εκπομπή του Χιλμί Χατζάλογλου με τίτλο «Ο λόγος σ’ εσάς» -Söz Sizde-). Η απάντησή του ήταν : «γνωρίζω ότι υπάρχουν κύκλοι που μιλούν γι’ αυτό το θέμα και θα ήθελα να πω και σε αυτούς αυτό που έχω ξαναπεί: η Αγία Σοφία είναι ένα μνημείο χιλίων πεντακοσίων ετών και μακράν το σημαντικότερο από τα μνημεία που έχουμε στη χώρα μας και η ανθρωπότητα το χαίρεται με τη σημερινή του λειτουργία. Έχουμε πάμπολλα παλιά τζαμιά, ποιο να πρωτοαναφέρει κανείς, το Σουλεϊμάνιε, το Φάτιχ που το αναπαλαιώσαμε πρόσφατα που μπορεί κανείς να απολαμβάνει ως χώρους λατρείας».

 Δρ.Δημήτρης Σταθακόπουλος
Ιούνιος 2012

———————————————————————————————-

Ντύσιμο και οπλισμός την εποχή της Επανάστασης του 1821

Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές. Ίσως να μη ντύνονται ακόμα όλοι «ευρωπαϊκά» αλλά και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές. Οι στολές τηςπροεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες «παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής. Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος.

Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης… Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί.

Κεφάλι

Ας κάνουμε αρχή από το κεφάλι. Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά. Η μαντηλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: Mεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα. Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση. Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους και χαλκογραφίες εκείνης της εποχής φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά. Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Αντρούτσος κι ο Πανουργιάς.

Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγκιόρος – ταγματάρχης – του εγγλέζικου στρατού στα Επτάνησα το 1808 και την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ’ αυτό και στέκονταν στην κορφή. Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσαν αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ’ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνήθιζαν.

Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (βασιλικής παλαιότερα). Και γενικότερα η στολή της προεδρικής φρουράς ακολουθεί την στολή των Σουλιωτών σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του. Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά.

Μαλλιά

Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ’ αφήνανε περήφανα σαν χαίτη να ξανεμίζουν στους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνήθιζαν πιο μακρυά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Κι απόμειναν ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.

Γελέκι

Στο κορμί φορούσαν εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια, κορδόνια.

Φουστανέλα

Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέρηδες ή σπληνάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμηδες ή χαλτούπηδες.

Η φουστανέλα μ’ όλο που ήταν καμωμένη με άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ’ άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι! Πολλοί επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το απόφευγαν μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλα τους.

Υποδήματα

Τα πόδια τους τα σκέπαζαν ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις γκέτες – σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά. Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Υπήρχε και άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, ενώ τ’ άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.

Ντουλαμάς

Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις ύφαιναν με «φλόκο» – κρόσια – που τον φορούσαν από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο. Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.

Σελλάχι

Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το έζωναν στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα – φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσαν τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια άκρη πάντα θα βρισκόταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα.

Στολίδια

Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες και κάλυπτε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλικωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό και στη μέση το κουτσέκι σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα. Απ’ το αριστερό τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ’ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του και το Βαγγελισμό ή την Ανάσταση. Στην δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά. Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ’ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά μεριά κρεμόνταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ’ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα – σε δυο σε τρεις αράδες – κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ή τοκάδες. Δυο όμοια γαντζούδια σκέπαζαν τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνήθιζαν πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γερο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά.

Άρματα

Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να νοηθεί η φορεσιά χωρίς τα άρματα. Ήταν αναπόσπαστο μέρος. Γυμνοί και κουρελήδες πολλοί, μα χωρίς άρματα κανείς. Φλωροκαπνισμένα, ασημοστόλιστα, σκαλιστά και σαββατλίδικα. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παληκάρι το μεράκι για τα άρματα ήταν το ίδιο. Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.

Κουμπούρες-Χαρμπί

Μέσα από το σελλάχι ξεπεταγόντανε πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες. Παφίλια και λαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι. Στην έξω θήκη του σελλαχιού βρίσκονταν το χαρμπί – οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι. Αυτό είχε πολλές χρήσεις. Όπως ήταν μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσανε βέργα για να γεμίζουν τις κουμπούρες. Όταν το ξεθηκαρώνανε γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή. Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.

Γιαταγάνι

Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά ήταν της Δαμασκού γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ηταν τόσο γερά που τρυπούσαν λαμαρίνα και άντεχαν να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.

Μπελ χατζάρι – Τσεκούρι – Τοπούζι

Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού βρίσκονταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι, οι Έλληνες το είχαν όσοι το απέκτησαν σαν λάφυρο. Κατά την ίδια μεριά πιο πέρα ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι και ήταν συμβολικό. Είχαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά. Άλλο πράγμα η στραταρχική ράβδος, αυτή ήταν το τούρκικο τοπούζι. Ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχανε οι πασάδες και σαν έφερναν μπροστά τους κανένα φταίχτη και ήθελαν οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν παλι ήταν βαρύ το κρίμα τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος.

Σπάθα – Πάλα

Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, από μεταξόπλεχτη λουρίδα, κρεμόντανε η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του. Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.

Καριοφίλια

Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός). Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Άλλος πάλι ο Λεβίδης το μεταθέτει από την λέξη φυλλοκάρδι! Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με εκείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:

«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι,
και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»

Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Θανάσης Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παροιμία: «Γυναίκα, ντουφέκι και άλογο δεν δανείζεται». [Πηγή] και [Πηγή]

——————————————————————————————————————————————————-

Ομιλία του Ιστορικού και Καθηγητού Κλασικής Φιλολογίας κ Ανδρέα Παπαγεωργίου, που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση της 18ηςΜαρτίου 2012 στην Ετήσια εκδήλωση τιμής και Μνήμης της Π.Ε. για τους Αγώνες του 1821,  στη αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών με τίτλο

«Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ Η Διαχρονική ιστορική συνείδηση των καλαβρυτινών και των ελλήνων γενικότερα, ωσ προυπόθεση εθνικής συνέχειας και αυτοτελούς υπάρξεως».

 
Πλήθος ιστορικών στοιχείων καταδεικνύει την ιστορική και εθνική συνέχεια στην περιοχή Καλαβρύτων κατά τους Μέσους και Νεότερους χρόνους. Η λεπτομερής εξέταση των στοιχείων αυτών σαφώς υπερβαίνει τους στόχους αυτής της ομιλίας αλλά και τις δυνάμεις του ομιλούντος, καθώς είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς όλα τα νήματα που συνδέουν την αρχαιότητα με τους Μέσους και τους Νεότερους Χρόνους. Θα περιοριστούμε λοιπόν, εστιάζοντας στον 18ο και 19ο αιώνα, στην προβολή της ιδιαιτερότητας των Καλαβρύτων, επισημαίνοντας τους παράγοντες εκείνους, οι οποίοι διατήρησαν και διαμόρφωσαν την εθνική συνείδηση και προετοίμασαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας.

Αν η γλώσσα αποτελεί βασικό στοιχείο εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας, δείκτης αλλά και φορέας πολιτισμού, η ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα στην επαρχία Καλαβρύτων κατά τους Μέσους και Νεότερους χρόνους –όπως συνάγεται από γραπτές μαρτυρίες και κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια και τις διασωθείσες παραδόσεις της περιοχής– αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο της ελληνικότητας των κατοίκων. Η γλώσα ως ζωντανός οργανισμός παρακολουθεί και «καταγράφει» την ιστορική και πολιτιστική πορεία ενός λαού  μέσα στο χρόνο, το διάλογό του με άλλους λαούς και πολιτισμούς και λειτουργεί συνεκτικά-ενοποιητικά για τα μέλη μιας γλωσσικής-πολιτισμικής κοινότητας διαφοροποιώντας την από άλλες. Μ’ αυτό το δεδομένο, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η Σλαβική διείσδυση στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην επαρχία Καλαβρύτων κατά τους Μέσους χρόνους δεν αλλοίωσε την εθνική και πνευματική φυσιογνωμία των κατοίκων. Μακρινή ανάμνηση αυτής αποτελούν κάποια τοπωνύμια, που διατηρούνται ακόμα. Ωστόσο κανένα άλλο στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η διείσδυση βόρειων φύλων στη νότια Ελλάδα νόθευσε την ελληνική ταυτότητα.

Ένα δεύτερο στοιχείο που αποδεικνύει τη διατήρηση της ιστορικής και εθνικής συνέχειας και ταυτότητας στην επαρχία Καλαβρύτων είναι η  πνευματική ιστορία της πόλης των Καλαβρύτων και της ευρύτερης περιοχής κατά την προεπαναστατική περίοδο, όπως αυτή αποτυπώνεται στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, η οποία σημειώνει ιδιαίτερη κινητικότητα κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας. Όπως συνάγεται από στοιχεία που παραθέτει ο Λ.Πολίτης στην παλαιά εργασία του «Χειρόγραφα Μοναστηρίων Αιγίου και Καλαβρύτων», κατά τους χρόνους της ύστερης Τουρκοκρατίας λειτουργεί στοιχειώδης μαθητεία στα Καλάβρυτα. Επίσης, όπως αναφέρουν οι μελετητές  Κ.Λάππας και Ν.Διαμαντόπουλος, για πρώτη φορά λειτουργεί Ελληνική Σχολή στα Καλάβρυτα το 1711, εποχή κατά την οποία κατείχε την επισκοπική έδρα της Κερνίτσης ο διακρινόμενος για την ανώτατη παιδεία και το ήθος του Ηλίας Μηνιάτης. Την εμβέλεια της σχολής ως πνευματικής εστίας για την ευρύτερη περιοχή ενισχύει το γεγονός ότι μετά το 1760 στους καλαβρυτινούς μαθητές παρέδιδαν μαθήματα καταρτισμένοι διδάσκαλοι, όπως ο Αντώνιος Φωτήλας, μαθητής του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη, ενώ μετά το 1786 ο ιερέας Δημήτριος Οικονόμου από το Μάζι. Το 1804 διδάσκει ο μοναχός Αγάπιος, την περίοδο 1808-1811 ο Πανάγος Γεροφίλης και το 1815-1823 ο μέγας εθνοδιδάσκαλος μοναχός Δοσίθεος από την Κέρτεζη.

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η περίφημη Ελληνική Σχολή Σοποτού, που συστάθηκε από το κληροδότημα του Σοποτινού Αθανάσιου Τζίπηρα το 1796, η οποία, όπως συνάγεται από σχετικά έγγραφα, λειτούργησε εύρυθμα μέχρι τις αρχές του Αγώνα. Τα δυο πρώτα χρόνια της Επανάστασης η γενικότερη αναστάτωση είχε ως αποτέλεσμα το σχολείο να στερείται διδασκάλου. Τον τρίτο και τέταρτο χρόνο ωστόσο η κοινότητα Σοποτού μερίμνησε για την επαναλειτουργία του σχολείου καλώντας διδάσκαλο. Η επέλαση των στρατιωτών του Ιμπραήμ δημιούργησε εκ νέου πρόβλημα αλλά, κατά τη μαρτυρία του επιτρόπου της Σχολής Χαράλαμπου Λοντοτζακίρη, «διεσώθη καί τό σχολεῖον ἀβλαβές καί αἱ τοῦ κέντρου τούτου οἰκοδομαί». Παρ’όλες τις δυσκολίες λοιπόν και τα εμπόδια που αντιμετώπισε η Σχολή λειτούργησε σχεδόν ανελλιπώς μέχρι το 1836, οπότε περιήλθε στο Δημόσιο, χάρη στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επέδειξαν για τα ελληνικά γράμματα οι κάτοικοι του ορεινού αυτού χωριού, στη συνείδηση του οποίου η Σχολή, όπως σημειώνει ο Β. Χαραλαμπόπουλος, αποτελούσε «εθνικόν κειμήλιον». Στο σχολείο του Σοποτού μαθήτευσαν πολλοί νέοι από πολλά σημεία της Πελοποννήσου, οι οποίοι έγιναν δάσκαλοι, κληρικοί και πολιτικοί της περιόδου της επανάστασης και μετέπειτα.

Στη διατήρηση και ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν επίσης τα μοναστηριακά κέντρα της περιοχής, τα οποία και συνδέθηκαν με τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Θα πρέπει να τονιστεί πως οι Μοναχοί ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα τον αγώνα για την εθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι’ αυτήν. Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Εις τον αγώνα της πατρίδος σ’αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι υπερέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών». Η εκκλησία, έχοντας συνείδηση θρησκευτικής και πολιτισμικής κοινότητας, καλλιέργησε την αλληλεγγύη και διατήρησε τη μακραίωνη παράδοση του ελληνισμού, αναχωνεύοντας –δηλαδή ανασυνθέτοντας δημιουργικά– την ελληνική αρχαιότητα.

Η Μονή με τη μεγαλύτερη ακτινοβολία και πνευματική παρουσία όχι μόνο στην επαρχία αλλά και στην Πελοπόννησο ολόκληρη είναι χωρίς αμφιβολία η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Το Μέγα Σπήλαιο από νωρίς έγινε πυρήνας διαδόσεως των επαναστατικών σχεδίων της Φιλικής Εταιρείας για το Μωριά. Για τους Μοναχούς του αναφέρει ο Φωτάκος: «Εγνώριζαν τα της Εταιρείας και τους Εταιριστάς και δια τούτο ενήργουν ως απόστολοι. […] Όλοι δε ούτοι εταξείδευον και οι μείναντες οπίσω εις την Μονήν ήσαν ικανοί μόνοι των να επαναστατήσουν ένα κόσμον ολόκληρον, ως έπραξαν εις την Πελοπόννησον, όπου παντού έτρεξαν και διέδοσαν το σύνθημα της Επαναστάσεως, τα πάντα προετοίμασαν και εξ ιδίων των είχον μεγάλας προετοιμασίας, αι οποίαι εχρησίμευσαν εις τους Έλληνας».

Πολλά τα έγγραφα και τα στοιχεία που μπορεί να κομίσει κανείς ως ατράνταχτες αποδείξεις της ιστορικής σημασίας του μεγάλου μοναστηριού. Το ρόλο του κατά την επανάσταση συμπυκνώνει, νομίζω, με τρόπο δραματικό επιστολή του καθηγουμένου της Μονής προς το «Εκτελεστικόν Σώμα» με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1825: «Διά της παρούσης γνωστοποιούμεν εις τήν Σεβασμιωτάτην Διοίκησιν, ότι από την αρχήν του ιερού αγώνος υπέρ Πατρίδος είναι γνωστόν τοις πάσι ότι το ιερόν τούτο Μοναστήριον δεν έλειψε να προσφέρη εις τό Εθνος κάθε αναγκαίαν βοήθειαν και διά λόγου και πραγματικώς. Νυν δε έφθασε εις την εσχάτην αμηχανίαν […] Οι περισσότεροι από την επαρχίαν των Καλαβρύτων καθώς και από εκείνην της Βοστίτσας μετεκόμισαν τες φαμίλιες τους εις την ιεράν την μονήν ταύτην, ημείς μη δυνάμενοι εις μίαν τοιαύτην κινδυνώδη περίστασιν να κάμωμεν άλλο παρά να τους δεχθώμεν. […] Αποφασίσαμεν να υπομείνωμεν την πλέον στενήν πολιορκίαν του εχθρού, αν τολμήση να το πολιορκήση. Το αναγκαιότερον δε δια να βαστάσωμεν τούτο το ιερόν καταγώγιον και να απαντήσωμεν εις την σκλαβιάν των τόσων ψυχών χριστιανών μας είναι τα πολε­μοφόδια […], διά τούτο προστρέχομεν εις τα σπλάχνα της Σης Διοικήσεως […]».

Η άλλη μεγάλη ιστορική Μονή της επαρχίας, η Αγία Λαύρα, σ’ όλες τις περιόδους της πολυκύμαντης ιστορικής διαδρομής της αποτέλεσε σπουδαίο κοινωνικό, πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο για την περιοχή Καλαβρύτων. «Όπισθεν των ιερών τειχών της Μονής –σημειώνει ο παλαιός Ηγούμενος της Μονής, Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Πάικος– κατά τους μακρούς και ζοφερούς της δουλείας χρόνους συνετελούντο εθνικοί αναβαπτισμοί και συνετηρείτο η ιδέα του εθνικού Μυστηρίου. Τα έτη από του 1800-1821 αποτελούν έτη αληθούς ακμής. Προετοιμάζεται η ασύλληπτος εξέγερσις». Η επανάσταση του ’21 –παρατηρεί ο Κ.Λάππας, μελετητής και εκδότης του Κώδικα της Μονής– βρήκε τη Λαύρα σε καλή οικονομική κατάσταση, γεγονός που της επέτρεψε να συμβάλει άμεσα στις ανάγκες του Αγώνα, κυρίως με την παροχή χρημάτων και τροφίμων στα επαναστατικά στρατεύματα. Και ο Δημ. Τσιλλύρας συμπληρώνει: «Η Φιλική Εταιρεία πολύ προωθήθη δια των μοναχών και κληρικών της Μονής, που τότε είχε γίνει κέντρον εκκλησιαστικόν και στήριγμα του υπόδουλου λαού, και δη κατά τα έτη 1819 και 1820, δια των οποίων κυρίως έφερεν εις πέρας με πλήρη επιτυχίαν το μέγα Εθνικόν της έργον».

Αναμφίβολα, της ιστορικής και εθνικής συνέχειας αδιάψευστος μάρτυρας είναι ο λαϊκός βίος και πολιτισμός. Ο ιστορικός Γ. Παπανδρέου, πολύτιμη πηγή για την κατάσταση της επαρχίας κατά τον 19ο αι. γράφει[1]: «Οι κάτοικοι της επαρχίας αυτής και σήμερα δεν υπολείπονται απ’ τους κατοίκους των λοιπών επαρχιών στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, στη διατήρηση των περισσότερων από τα προγονικά ήθη και μάλιστα έχουν αγάπη για τη δουλειά και την πρόοδο. […] Διατηρούν μάλιστα, ίσως καλύτερα απ’ όλους τους άλλους, τα πιο πολλά από τα γνήσια και εθνικά αρχαία ελληνικά έθιμα, αν και κάτι τέτοιο δεν θα το περίμενε κανείς σε χώρα που κατ’ εξοχήν κατακλύστηκε από τους Σλάβους και από άλλες φυλές. Στους χωρικούς κυρίως βλέπει κανείς να εκπροσωπείται ο αρχαίος Έλληνας. Διότι, αν και φορούν φτωχικά ρούχα, αντέχουνε σε κάθε μανία του χειμώνα και των παγετών και, παρόλο που μεταχειρίζονται ευτελέστατα είδη διατροφής, με γενναιότητα υφίστανται όλες τις κακουχίες της φτώχειας και της στέρησης. […] Ακμαίο επίσης διασώζουν και το παραδομένο απ’ τους προγόνους θρησκευτικό αίσθημα, το οποίο κατ’ εξοχήν διέσωσε τον Ελληνισμό.  […] Μα και στις γαμήλιες πομπές και τελετές παρατηρεί κανείς ότι γίνονται όλα σύμφωνα με τα πανάρχαια έθιμα. […] Ελκυστικός είναι και ο ελληνοπρεπέστατος τρόπος του χορού, όμοιος μ’ εκείνον των χορευτών που παριστάνονται στην ασπίδα του Ηρακλή, όπως την περιγράφει ο Όμηρος. […]»

Αναφερθήκαμε μέχρι αυτό το σημείο στο γλωσσικό ιδίωμα, στην πνευματική δραστηριότητα, στα μεγάλα μοναστηριακά κέντρα της περιοχής και στο λαϊκό βίο και πολιτισμό. Στη συνέχεια θα εστιάσουμε στο εθνικό-πατριωτικό φρόνημα και στην προετοιμασία του αγώνα της ανεξαρτησίας.

Είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το ελληνικό στοιχείο ενισχύθηκε στις ορεινές και δύσβατες περιοχές με τη μετακίνηση για λόγους ασφαλείας πληθυσμών από τα πεδινά. Στα χωριά των Καλαβρύτων οι κάτοικοι, αν και πιέζονταν από τη φτώχεια, τη βαριά φορολογία και τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, ανέπνεαν αέρα ελευθερίας. Οι κωμοπόλεις και τα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων, χτισμένα σε τόπους ορεινούς και δυσπρόσιτους, λειτούργησαν  στα χρόνια της σκλαβιάς ως φυσικά ορμητήρια και χώροι καταφυγής κι ελεύθερης διαβίωσης προσδίδοντας στους κατοίκους μια αίσθηση αυτοδυναμίας και αυτάρκειας κι ενισχύοντας τα χαρακτηριστικά της διαμορφούμενης εθνικής συνείδησης και ταυτότητας. Κι ενώ στις πόλεις οι ελληνικοί πληθυσμοί στέναζαν απ’ το βαρύ ζυγό, στα βουνά των Καλαβρύτων, στα ρουμάνια και στα φαράγγια, στις δασωμένες πλαγιές και στις σπηλιές, τα νιάτα πύκνωναν  τις τάξεις της κλεφτουριάς και ακόνιζαν τα όπλα και την πολεμική τους τέχνη για τη μεγάλη ώρα του ξεσηκωμού.

Παράλληλα, αναπτύχθηκε ανεμπόδιστα η λειτουργία του αυτοδιοικητικού θεσμού, ο οποίος συσπείρωσε το λαό και καλλιέργησε στους υπόδουλους Έλληνες συνείδηση πολιτικής ιδιαιτερότητας και αυτονομίας. Ιδίως κατά τη Β΄ περίοδο της Τουρκοκρατίας (από το έτος 1715 και εξής) παρατηρούμε ότι ισχυροποιείται η ελληνική παρουσία στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης και αρκετές ελληνικές οικογένειες αναδεικνύονται σε ισχυρούς τοπικούς παράγοντες. Παρά τις ενδοκοινοτικές διενέξεις και κάποιες κοινωνικές αναταραχές που εκδηλώθηκαν ως μοιραία συνέπεια της φιλαρχίας και των προσωπικών φιλοδοξιών που πάντοτε καλλιεργούν η συγκέντρωση πλούτου και πολιτικής δύναμης, θεωρείται αδιαφιλονίκητος ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι τοπικοί άρχοντες και οι προυχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου, και ιδιαίτερα της επαρχίας Καλαβρύτων, στην οργάνωση του Αγώνα και στη σύμπηξη των τοπικών οργανισμών, των πρώτων διοικητικών φορέων του αγωνιζόμενου έθνους.

Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι, παρά τις κοινωνικές αντιθέσεις και τα φαινόμενα παθογένειας που σε κάθε κοινωνικό μόρφωμα αναπτύσσονται, η κοινωνία των υπόδουλων ραγιάδων στις παραμονές της εθνικής εξέγερσης ήταν ενωμένη και αρραγής. Στην κυρίως Ελλάδα –κυρίως στη Ρούμελη και το Μοριά– δεν υπήρξε ταξική διαίρεση και διαμάχη. Το ’21 είναι ένας στιβος από πλήθος αυτόνομους και ποικίλους σε νοοτροπία και προέλευση ανθρώπους, επώνυμους και ανώνυμους, που όμως, κατά κύριο λόγο, δεν κινήθηκαν από ταξικά ή οικονομικά ελατήρια, αλλά από πνευματική έξαρση, από το ακατάλυτο κίνητρο της ηθικής και κοινωνικής ελευθερίας, από τη δίψα για ελληνική παιδεία και από θρησκευτική πίστη, μ’ ένα λόγο από εκείνη ακριβώς τη δύναμη, που κάνει τον άνθρωπο να ξεπερνά τα όρια της φύσης και να εισέρχεται στο χώρο της ιστορίας.

Με τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας –η οποία «συνίσταται από καθαυτό Έλληνας φιλοπάτριδας», όπως καίρια διατυπώνεται σ’ ένα κείμενο του τέλους του 1814, που καταγράφει ο Απ.Βακαλόπουλος[2],– και δεδομένου του ενδιαφέροντος που επιδείκνυε για το «μοναδικόν ορμητήριον της Ελλάδος», όπως θεωρήθηκε η Πελοπόννησος, πολλοί πρόκριτοι της Πελοποννήσου μυήθηκαν σ’ αυτήν. «Η Φιλική Εταιρία –παραδέχεται και ο Γ.Σκαρίμπας– είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες». «Πλησίον εις τον Ιερέα –έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης– ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι».

Η μύησή των προεστών στην Εταιρεία –ανεξάρτητα από τα προσωπικά κίνητρα που ενίοτε είχαν– αναμφίβολα συνέβαλε στην ανάδειξη ενός πυρήνα που επρόκειτο να ηγηθεί των επαναστατικών κινήσεων στην Αχαΐα. Ο αριθμός και τα ονόματα των προκρίτων της επαρχίας Καλαβρύτων που μυήθηκαν σ’ αυτήν αποδεικνύουν τη διείσδυση των επαναστατικών ιδεών στην περιοχή[3].

Η ορεινή Πελοπόννησος, λοιπόν, η οποία από το 1800 είχε επιδείξει αξιόλογα σημεία ανάκαμψης σε πολιτικοκοινωνικό και πνευματικό επίπεδο και έχοντας στο ενεργητικό της την εμπειρία μερικότερων εξεγέρσεων στο παρελθόν, εγκολπώθηκε πιο γρήγορα την ιδέα της Επανάστασης κι εμφανίστηκε πιο ώριμη ν’ ανταποκριθεί στο αίτημα των καιρών.

Όσα διαδραματίστηκαν το Μάρτιο του 1821 στην ευρύτερη περιοχή αποδεικνύουν ότι η Επανάσταση βρήκε σημαντικά ερείσματα στην επαρχία Καλαβρύτων, όπου και έγιναν τ’ αποφασιστικά βήματα για τον πανεθνικό ξεσηκωμό. Σ’ αυτό το σημείο, πιστεύω, μια εκτενέστερη αναφορά είναι επιβεβλημένη.

Ιδιαίτερα κρίσιμη για την έναρξη του αγώνα υπήρξε, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η στάση των προεστών των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας, οι οποίοι στις αρχές Μαρτίου του 1821 αρνήθηκαν να υπακούσουν στην πρόσκληση που απέστειλε η τουρκική διοίκηση στα διάφορα κέντρα της Πελοποννήσου. Έτσι, σε αντίθεση με τους προεστούς των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας, οι περισσότεροι πρόκριτοι και αρχιερείς της Πελοποννήσου που βρέθηκαν στην Τρίπολη κρατήθηκαν ως αιχμάλωτοι και μ’ αυτό τον τρόπο αποδυναμώθηκαν. Ο παράγοντας αυτός  καθιστά καθοριστικές και κρίσιμες για την κήρυξη και την οργάνωση του αγώνα τις πράξεις και τις αποφάσεις των προκρίτων και αρχιερέων της Βοστίτσας και των Καλαβρύτων, που παρέμειναν ελεύθεροι. Οι επόμενες κινήσεις τους, σε συνδυασμό με τις επιθέσεις που επιχειρήθηκαν εναντίον μεμονωμένων τουρκικών στόχων, έκριναν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 10 Μαρτίου (κατά τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Σπ. Τρικούπη) ή τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Μαρτίου (κατά το Φωτάκο), έφθασαν στη μονή της Αγίας Λαύρας, όπου πραγματοποιήθηκε μια σημαντικότατη για την επανάσταση σύσκεψη, στην οποία ελήφθησαν αποφάσεις για την έναρξη του Αγώνα.

Αν διαμορφώθηκε στη σύσκεψη αυτή τελική κρίση για την έναρξη της επανάστασης δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Οι μαρτυρίες των αγωνιστών στο σημείο αυτό δεν είναι σαφείς και, οπωσδήποτε, δεν υπάρχει ομοφωνία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός –οι σκέψεις και οι πράξεις του οποίου είναι γνωστό ότι διαπνέονται από προσεκτικό και υπεύθυνο συνυπολογισμό κάθε δεδομένου– στα Απομνημονεύματά του σημειώνει:  «Ει και καθολικεύση το πράγμα η διοίκησις και μεταχειρισθή τα όπλα, να κινήσωσι και τους λοιπούς ομογενείς». Κατά το Φωτάκο, τα λόγια του Φωτήλα, ο οποίος υποστήριξε την άμεση έναρξη του Αγώνα, «υπήρξαν η υστερινή των απόφασις». Επίσης, μαρτυρίες από οικογενειακά αρχεία αγωνιστών αναφέρουν ότι όχι μόνο αποφασίστηκε τότε στην Αγία Λαύρα η έναρξη του αγώνα, αλλά πως έγινε και ειδική δοξολογία στις 17 Μαρτίου, ημέρα εορτής του τιμώμενου Αγίου Αλεξίου, και επακολούθησε ορκωμοσία.

Οπωσδήποτε, οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς της Αχαΐας, της Βοστίτσας και των Καλαβρύτων που πήραν μέρος στη σύσκεψη της Λαύρας γνώριζαν καλά πως μόνοι αυτοί δεν βρίσκονταν στα χέρια του εχθρού και πιθανολογούσαν πως περαιτέρω χρονοτριβή πιθανότατα θα οδηγούσε και τους ίδιους στη σύλληψη. Παράλληλα, στην επαρχία Καλαβρύτων –στην οποία η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων και φρουρών ήταν περιορισμένη, ενώ από την πλευρά των Ελλήνων υπήρχε αρκετός ενθουσιασμός και προθυμία καθώς και αξιόμαχα σώματα κλεφτών, ικανά να ανοίξουν πυρ– σημειώνονταν μεμονωμένες επιθέσεις, τις οποίες οι ίδιοι οργάνωναν ή παρότρυναν. Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι ηγέτες αυτοί είχαν συνείδηση του ρόλου και της ευθύνης τους για τις τύχες του έθνους. Την άποψη ότι στη μονή της Λαύρας οι πρόκριτοι υπήρξαν αποφασιστικότεροι ως προς την έναρξη του αγώνα ενισχύει η αποστολή από τα Καλάβρυτα στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη μηνύματος με ημερομηνία 19 Μαρτίου, το οποίο συμβολικά ανέφερε: «Χθες ετελέσθη το στεφάνωμα και έστω εις γνώσιν Σας. Καλάβρυτα τη 19η Μαρτίου 1821 […]» -στο οποίο ερμηνεύεται ως «στεφάνωμα» η κήρυξη της επανάστασης και η ακόλουθη ορκωμοσία.

Ο παράγοντας, λοιπόν, εκείνος που έδωσε την αποφασιστική ώθηση και ακύρωσε τους όποιους δισταγμούς και αναστολές ήταν η ένοπλη δράση των κλεφτών της επαρχίας Καλαβρύτων, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την άμεση επιρροή των προυχόντων της περιφέρειας και είχαν πάρει τα βουνά ανυπομονώντας να πολεμήσουν τους Τούρκους.  Σ’ αυτό σημαντική φαίνεται πως υπήρξε η συμβολή του Παπαφλέσσα, ανθρώπου ο οποίος –κατά τον ιστορικό Κων/νο Παπαρρηγόπουλο– ήταν «ανήρ έχων όλα τα ελαττώματα και όλα τα προτερήματα του κρατίστου συνωμότου: το πλανάσθαι και το πλανάν, το τολμάν και το θνήσκειν». Ο ένθερμος ρασοφόρος, μετά τη σύσκεψη της Βοστίτσας, ξεκίνησε περιοδεία στην Πελοπόννησο θέτοντας ως στόχο να πυρπολήσει τις ψυχές, με πρώτο σταθμό την επαρχία Καλαβρύτων, όπου συναντά πολλούς οπλαρχηγούς μυημένους στην Εταιρία.

Η επαρχία Καλαβρύτων, λοιπόν, παρουσιάζεται νωρίτερα και αρτιότερα προετοιμασμένη για το μεγάλο αγώνα. Τη χρονική περίοδο μεταξύ 14 και 20 Μαρτίου σημειώνονται, όπως προαναφέρθηκε, μεμονωμένες επιθέσεις, που προήλθαν –ως ένα βαθμό τουλάχιστον– από την πρόθεση να παραμεριστούν οι δισταγμοί ορισμένων προυχόντων και αποτέλεσαν τον σπινθήρα για την έναρξη της επανάστασης στην περιοχή. Ενδεικτική της συμβολής των επεισοδίων αυτών στην έναρξη του αγώνα είναι η κρίση του μεγάλου κοτζαμπάση της Κορίνθου Νοταρά, ο οποίος στο δρόμο προς Τριπολιτσά πληροφορείται ότι άρχισε το ντουφεκίδι: «Ανάθεμα στους ψευτοκαλαβρυτινούς. Επήραν τον κόσμο στο λαιμό τους. Κάνουν και τώρα όπως στην άλλην επανάσταση (βλ. του 1770). Εγώ δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Εσυγχώρησα τη φαμίλια μου και πηγαίνω να γλυτώσω τον κόσμο και το δικό μου κεφάλι. Εμείς δεν είμαστε για τέτοια πράγματα. Να τους πήτε πως ο ραγιάς καλά περνάει και να καθίσουν ήσυχοι».

Οι πράξεις αυτές υπήρξαν αναμφίβολα οι πρώτες επαναστατικές ενέργειες του Αγώνα της ανεξαρτησίας, έργα ανδρών, οι οποίοι είχαν συνείδηση ότι αντιπροσώπευαν ένα υποδουλωμένο έθνος, το οποίο αξίζει καλύτερη –ανάλογη προς το παρελθόν του– τύχη. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από πλήθος στοιχείων, τα οποία συνοψίζει ο Δημ. Παναγόπουλος: Στις ενέργειες αυτές ηγήθηκαν άνδρες του αναστήματος των Πετμεζαίων, του Σολιώτη και του Χονδρογιάννη, οι οποίοι ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και υπήρξαν φλογεροί πατριώτες, όπως αποδεικνύεται από την μετέπειτα πολυσχιδή δράση τους. Επίσης, σ’ αυτές συμμετείχαν πολυάριθμοι επαναστάτες, εκδηλώθηκαν όλες εντός 2-3 ημερών, επομένως συνδέονται μεταξύ τους, στρέφονταν κατά οργάνων της τουρκικής διοίκησης και, οι πιο πολλές, διατάχθηκαν από τους Ασημάκη Ζαΐμη, Ασημάκη Φωτήλα και Σωτήρη Χαραλάμπη. Το μεγαλύτερο από αυτά τα γεγονότα, το χτύπημα στη Χελονοσπηλιά, οργανώθηκε από το Ζαΐμη, κατ’ εντολήν του οποίου έδρασε ο Χονδρογιάννης και τα παλικάρια του και υπηρετούσε τη σκοπιμότητα ν’ αρθούν οι αντιρρήσεις των διστακτικών, και ιδίως του Πετρόμπεη. Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι οι τα χτυπήματα αυτά υπήρξαν αποτέλεσμα ασύνετων, θερμόαιμων και ανυπόμονων οπλαρχηγών αποδεικνύεται αστήρικτος.

Στις 20 Μαρτίου πολιορκούνται τα Καλάβρυτα από 600 ένοπλους αγωνιστές και σε σύντομο χρονικό διάστημα η πόλη και τα περί αυτήν φρούρια περιέρχονται στα χέρια των καλαβρυτινών οπλαρχηγών.

Ο ιστορικός Γ.Παπανδρέου[4] – υποστηρίζοντας ότι «απανταχού της επαρχίας των Καλαβρύτων είχεν εννοηθή εντελώς το πνεύμα της επαναστάσεως ήδη προ της 25ης Μαρτίου» – παραθέτει ακριβές αντίγραφο επίσημου εγγράφου με χρονολογία 26 Μαρτίου, το οποίο, όπως σημειώνει, βρίσκεται ανάμεσα στα έγγραφα του Ηλία Λεοντόπουλου και το οποίο αναφέρεται στη σύσταση επαναστατικής τοπικής διοίκησης στο Σοποτό, κύριο μέλημα της οποίας φαίνεται πως ήταν η τήρηση της τάξης και του νόμου[5].

Ολοένα και περισσότερο το ’21 προβάλλεται ως «σημείον αντιλεγόμενον» και ζητείται επίμονα η απομύθευσή του στα πλαίσια του γνωστού, και συχνότατα πονηρού, αιτήματος «να ξαναγραφεί η ιστορία».

Η μεταβολή του παρελθόντος σε ιστορία είναι αυτονόητο καθήκον που επιτρέπει στις σύγχρονες κοινωνίες ν’ αναζητήσουν και να συγκροτήσουν την ταυτότητά τους. Η γνώση και η κατανόηση –και όχι η παραμόρφωση– του παρελθόντος είναι αυτονόητα απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του παρόντος και τη συνειδητή μας ενέργεια για το μέλλον. Οφείλουμε γι’ αυτό να καλλιεργούμε τη συστηματική ιστορική γνώση και όχι  μια χειραγωγημένη και παραμορφωτική συλλογική μνήμη, που μονότροπα υπηρετεί και  προσδιορίζεται από πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η ιδεολογική χρήση της ιστορίας –η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ιστορικών δεδομένων– δεν υπηρετεί μόνο έναν επιζήμιο εθνοκεντρισμό –όπως κατά κόρον προβάλλεται– όσο και έναν κίβδηλο κοσμοπολιτισμό –γεγονός που συνήθως αποσιωπάται.  Ιδεολογικοποιημένες «ιστορικές ερμηνείες» με ανέρειστες γενικεύσεις ή ατεκμηρίωτα γλωσσικά πυροτεχνήματα αναπαράγονται συνεχώς με την πρόθυμη επικουρία ΜΜΕ διαμορφώνοντας μια κίβδηλη συνείδηση. Ο Γιώργος Σεφέρης με τη γνωστή του ευαισθησία και ευθυκρισία διαπίστωνε καίρια: «Υπάρχει μια καλή παιδεία, εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του. Και μια κακή παιδεία, εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει, και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος».

Ένας τόπος λοιπόν που θέλει να διατηρήσει τη μνήμη του δεν είναι ένας τόπος στείρος κι οπισθοδρομικός –όπως πάντα κάποιοι θέλουν να τον παρουσιάζουν∙ είναι ένας τόπος που ανοίγεται, που προϋπαντεί και υποδέχεται το μέλλον. Είναι ένας τόπος που αντιστέκεται στην ισοπεδωτική ομογενοποίηση, που διατηρεί την ψυχή του, που αρνείται να εκποιηθεί. To έθνος, δεν πρέπει να το ξεχνούμε, είναι ιστορικό-πολιτισμικό γεγονός και όχι βιολογικό σχήμα∙ συνείδηση και όχι κληρονομιά.

Οφείλουμε ν’ απορρίψουμε παγιδευτικά δίπολα του τύπου «εθνικισμός ή απο-εθνοποίηση» ή εισαγόμενες αυταπάτες, χάνοντας μέτρο και όρια και να καλλιεργήσουμε με συνέπεια και ειλικρίνεια τη συλλογική μας αυτογνωσία μέσω ενός γόνιμου διαλόγου με το χθες, να ορίσουμε το πολιτιστικό και ταυτοτικό στίγμα μας.

Έργο δύσκολο, καθώς καθημερινά διαπιστώνουμε ότι τα κύρια υπαρξιακά και πολιτιστικά στοιχεία, που συνθέτουν τον ελληνικό τρόπο αντίληψης του κόσμου – όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατά τη μακραίωνη ιστορική πορεία του ελληνισμού – στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είτε κατ΄ εξαίρεση είναι ορατά και αναγνωρίσιμα είτε εξολοκλήρου απουσιάζουν. Όπου κι αν στραφούμε, παρατηρούμε μια αισθητή υποχώρηση στο πολιτιστικό υπόστρωμα της κοινωνίας, που περιλαμβάνει το ηθικό, πνευματικό, αξιακό και ταυτοτικό έρμα της, καθώς ενδώσαμε αστόχαστα στις επιταγές τις Κίρκης του καταναλωτισμού και του ατομοκεντρισμού.

Όσο παράδοξη κι αν ηχεί μια τέτοια διαπίστωση, η επιβίωση και η δημιουργική μας ανέλιξη μέσα στο ευρωπαϊκό σύνολο δε θα κριθεί μόνο και κατά κύριο λόγο από δείκτες οικονομικούς. Αν το ιστορικό παρελθόν προσφέρει χρήσιμα διδάγματα για το παρόν και το μέλλον, δεν πρέπει να λησμονούμε πως καμία οικονομική προοπτική δε μπορεί να αποτελέσει, μόνη και κατ’  αρχάς, ιστορικό όραμα για οποιοδήποτε λαό και πως κανένα οικονομικό ιδανικό δε συνιστά ασφαλή προϋπόθεση για την επιβίωση ενός έθνους, ούτε αξιόπιστη προοπτική για

συνέχιση της ιστορικής του ύπαρξης. Όπως κατ’  επανάληψη έχει αποδείξει η ιστορία, τα οικονομικά αιτήματα, αν δε συνυπάρχουν με άλλους, ανώτερους, οραματισμούς και απομείνουν αυτά μόνα ο αποκλειστικός στόχος, δε μπορούν σε καμιά περίπτωση ν’  αποτελούν τη συνεκτική ύλη σε μια κοινωνία. Ο ευρωπαίος στοχαστής Τσβετάν Τόντοροφ επισημαίνει: «΄Οσοι πιστεύουν πως οι άνθρωποι χρειάζονται μόνο περισσότερα πλούτη για να ζήσουν καλύτερα, κάνουν λάθος. Είμαστε όντα που έχουν ανάγκη την υπέρβαση. Αν δεν τη βρούμε, θεωρούμε πως η ζωή μας δεν έχει κανένα νόημα, ότι είναι μάταιη και άδεια. Ο καθένας μπορεί να περάσει μια φάση κατά την οποία θα ήθελε να αποκτήσει περισσότερα υλικά αγαθά. Δεν είναι όμως αυτό που κυριαρχεί στην ιστορία της ανθρωπότητας».

Ένας λαός που καταντά να δονείται ψυχικά μόνον από οικονομικές σκοπιμότητες είναι καταδικασμένος σε αφανισμό. «Όσα έθνη –επεσήμανε ο ακαδημαϊκός Κων/νος Τσάτσος– εντασσόμενα μέσα στους ευρύτερους υπερεθνικούς σχηματισμούς δεν κατορθώσουν να γίνουν φορείς δημιουργικών πράξεων πολιτισμού, πνευματικές οντότητες, δεν έχουν καμιά υπόσταση ως ιστορικά γεγονότα»[6]. Επομένως, τα έθνη –και ιδιαίτερα τα μικρά και λιγότερο ισχυρά– εντασσόμενα σε ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά συστήματα, οφείλουν να διατηρούν την ταυτότητα και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους διαφυλάσσοντας την πνευματική τους ουσία αναλλοίωτη, επιζητώντας με αυτό τον τρόπο να διεκδικούν τη θέση τους και να προβάλουν τα αιτήματά τους με βάση όχι ποσοτικά αλλά ποιοτικά κριτήρια. Ο διπλωμάτης, πολιτικός και συγγραφέας ΄Ιων Δραγούμης αναγνώριζε πως «τα έθνη δεν αξίζουν μόνο με το να μένουν έθνη, αν δεν είναι συνάμα και ζύμη για τη δημιουργία πολιτισμών και ξεχωριστών ανθρώπων»[7].

Θα πρέπει λοιπόν να κατανοηθεί πως η Ευρώπη περισσότερο μας προκαλεί σε μια αντιπαράθεση πνευματικότητας και υπαρξιακού δυναμισμού. Και είναι σαφώς ανησυχητική η διαπίστωση ότι τούτο ακριβώς είναι ένα από τα κύρια –όσο και αφανή– προβλήματα της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας: η έλλειψη πνευματικότητας και η αδυναμία ζωογόνησης της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Εντούτοις οι σημερινοί ΄Ελληνες διαθέτουμε “εν δυνάμει” το modus vivendi για τη δυναμική μας ύπαρξη εν μέσω των ευρωπαϊκών λαών: είναι ο ελληνικός πολιτισμός, ο ελληνικός τρόπος ύπαρξης –αρκεί ν’ ανασυρθεί από την αφάνεια και να γονιμοποιηθεί εμπνευσμένα και δημιουργικά κατά την παρούσα ιστορική περίοδο.  «Ελληνικός πολιτισμός –έγραφε ο Γ.Σεφέρης– θα πει πρώτα απ’ όλα να κρατήσουμε με κάθε τρόπο ζωντανές και ανοιχτές τις ψυχές μας και να φροντίσουμε ν’  αναπτύξουμε ό,τι πολύτιμο διαφυλάχθηκε από τις περασμένες γενιές, είτε χωρίς να το φροντίσει κανένας, είτε μολονότι όλα τα στοιχεία βάλθηκαν να το χαλάσουν και δεν το κατάφεραν, είτε γιατί βρέθηκαν άνθρωποι που πολέμησαν γι’  αυτό»[8]. Ο ελληνισμός έχει σαν ιδιαίτερη ουσία του και σαν όπλο για την επιβίωσή του το πνεύμα του. «Όταν κατακτήθηκε ο ελληνικός λαός –παρατηρεί ο Ν.Σβορώνος– είτε από τους Ρωμαίους αρχικά είτε αργότερα από τους Τούρκους, είχε εθνική ενότητα και συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε μια λαϊκή ενότητα, με τη γλώσσα, με τα ήθη και τα έθιμα, και είχε συνείδηση της ταυτότητάς του αυτής, η οποία του επέτρεψε να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς οι οποίοι ήταν κατακτητές του»[9].

Κάθε άνθρωπος, κάθε λαός γίνεται άξιος της ιστορικής του αποστολής όσο βαθαίνει η συνείδηση που έχει της ιστορίας του. Το μεγαλείο του πολιτισμού ενός έθνους είναι πάντα ανάλογο με την καθαρότητα και το βάθος της μνήμης του. Όσο πιο πιστοί θεματοφύλακες των συσσωρευμένων εμπειριών του παρελθόντος, τόσο πιο ελεύθεροι πλάστες του μέλλοντος. Στην εκπλήρωση του μεγάλου αυτού χρέους εμείς οι σύγχρονοι ΄Ελληνες δεν πρέπει να υστερήσουμε. Η γνώση η γνήσια της ιστορίας μας, αυτή προπάντων θα μας προσφέρει τα πιο πολλά από τα στοιχεία που χρειαζόμαστε για να χαράξουμε, μέσα στην απροσδιοριστία που σήμερα μας περιβάλλει, την ορθή πορεία προς το μέλλον.

Σε μια εποχή γενικότερου αποπροσανατολισμού και αναζήτησης, απέναντι στα φαινόμενα βαρβαρότητας, παράνοιας και αλαζονείας, που προκαλούν την ηθική μας συνείδηση και ακονίζουν την ανθρωπιά μας, ο ιστορικός τόπος των Καλαβρύτων διδάσκει πως μόνο διατηρώντας το σεβασμό της ιστορίας μας, την επίμονη θέληση της εθνικής συνέχειας, μόνο μαθαίνοντας την ελληνικότητά μας, θα γίνουμε όχι μόνο απαραίτητοι, αλλά και πολύτιμοι πολίτες της μεγάλης Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας, που οι πιο βαθιές ιδεολογικές της ρίζες βυθίζονται σε χώμα ελληνικό. Και πάλι, μόνο διατηρώντας την ευρωπαϊκή μας ιδιοτυπία θα γίνουμε κάποτε πολίτες της Οικουμένης. Μόνο με μια κλιμακωτή ανάβαση, όπου κανένα σκαλί δεν είναι αξιότερο από το άλλο, μόνο με αυτή πορευόμαστε συνειδητά, σαν ελεύθερα όντα, τη λεωφόρο της Ιστορίας.

Πριν από λίγες μέρες προέτρεπε η Liberation:

«Η Ελλάδα είναι το παρελθόν μας.
Είναι επίσης το μέλλον μας.
Ανακαλύψτε την ξανά μαζί της!»

Zητούμενο είναι να την ανακαλύψουμε κι εμείς, ν’αλλάξουμε –όπως πρόσφατα έγραψε ο Χρ.Γιανναράς– προσωπική στάση απέναντι στη μοίρα να γεννηθούμε Eλληνες, να συνειδητοποιήσουμε ότι η ελληνικότητα είναι έρωτας, όχι δεδομένη καταγωγή. Γι’αυτό οφείλουμε να είμαστε όλοι καλαβρυτινοί.


[1] Βλ. Αζανιάς, σ. 174 κεξ.

[2] Βλ. Απ.Βακαλόπουλου, Επίλεκτες βασικές πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, Θεσ/νίκη 1990

[3] Σωτήριος Θεοχάρης, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήριος Χαραλάμπης, Ασημάκης Φωτήλας, Δημήτριος Ζαΐμης, Νικηφόρος Παμπούκης, Ασημάκης Ζαΐμης, Ανδρέας Ζαΐμης, Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, Νικόλαος Χριστοδούλου, Ιωάννης Μελετόπουλος κ.α.

[4] βλ. Επετηρίς, σ.47.

[5] «Οι νέοι νόμοι της πατρίδος μας προστάττουν να γένωσι και νέα συστήματα. Δια τούτο ημείς οι κάτωθεν υπογεγραμμένοι της χώρας Σωποτού κάτοικοι εκλέξαμεν και εδιωρίσαμεν τον κύριον Χαραλάμπη Λοντόπουλον πρόεδρον, τους κυρίους [αναφέρονται ονόματα] μέλη, και όσοι άνδρες είνε εις το χωρίον τόσον οπλοφόροι, ωσάν και άοπλοι, θέλουν υποτάσσωνται εις τους άνωθεν και φέρωνται με κάθε ευταξίαν και ευπείθειαν κατά την προσταγήν των νόμων της πατρίδος»

[6]  Βλ. Συνεδρία της 26ης Οκτωβρίου 1963, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών

[7]  Βλ. Όσοι ζωντανοί, 1911

[8]  Βλ. Μέρες, Σεπτέμβρης 1941

[9]  Βλ. Η μέθοδος της Ιστορίας, συνέντευξη, 1988

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *