Με την ευκαιρία της επετείου της εθνικής Παλιγγενεσίας, παραθέτουμε μερικά σπουδαιότατα μηνύματα, γραπτά ή προφορικά, των αγωνιστών του 1821, πού δείχνουν το βαθύτατο πνευματικό και ιδεολογικό νόημα της ελληνικής επαναστάσεως, του ιερού αγώνα της απελευθερώσεως από τον Τουρκικό ζυγό.
Ό Ασημάκης Ζαΐμης, την παραμονή της λήψεως αποφάσεως για την κήρυξη της Εθνεγερσίας, είπε στους συγκεντρωμένους στην Αγία Λαύρα: «Δεν μένει άλλο παρά ή άμεσος κήρυξις της Επαναστάσεως. Δεν μας χωρίζει πλέον καμμιά διαφωνία.’Ας άναπαυθώμεν απόψε και αύριον εις την Έκκλησίαν, άφού μεταλάβωμεν των Άχραντων Μυστηρίων, ας προσευχηθώμεν όλοι,κατά την Δοξολογίαν εις τον αγιόν ‘Αλέξιον και την Παναγίαν, να μας βοηθήσουν εις τον άνισον αγώνα,εις τον όποιον αποδυόμεθα. Αύριον την αυτήν ώραν να συναντηθώμεν ενταύθα, δια να κανονίσωμεν τα του Αγώνος».
Ό Δημήτριος Υψηλάντης, όταν κατεβαίνει στην Ελλάδα για να αναλάβει την αρχηγία του Αγώνα, φθάνοντας στην ‘Υδρα γράφει στίς 8-6-1821: «Ό Παντοδύναμος Θεός, ό Βασιλεύς του ουρανού και της γης, ό διαφενδευτής των αδικούμενων και Πατήρ των ορφανών, απεφάσισε να παύση τάς αδικίας και ανομίας και έσήκωσεν εις τα άρματα το Γένος των Χριστιανών».
Ό Γέρος του Μωρία, ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έλεγε: «Ό Θεός υπέγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή Του».
Ό θρυλικός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης διηγούμενος το κατόρθωμα του στον ποιητή Αρ. Βαλαωρίτη του είπε: «0ι Τούρκοι ήταν τόσοι, ώστε εάν έπτυαν επάνω μας θα μας έπνιγαν αναμφιβόλως. ‘Αλλ’ό παντοδύναμος Θεός δεν το έπέτρεφε και μας έσωσε».
Ή Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα είπε στους προκρίτους και τους δημογέροντες: «’Εχασα τον συζυγόν μου. Εύλογητός ό Θεός! Ό πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Εύλογητός ό Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, Ι4ετής την ήλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ενδοξον θάνατον. Εύλογητός ό Θεός! Ύπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Εύλογητός ό Θεός! ‘Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κοσμώ δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους ‘Ελληνας».
Ό Μακρυγιάννης απευθύνει στον Θεό, στον Κύριο των Δυνάμεων, την ακόλουθη προσευχή:«Εσύ, Κύριε,θα άναστήσης τους πεθαμένους ‘Ελληνες, τους απογόνους αύτηνών των περίφημων ανθρώπων, όπου στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή. Και με τη δύναμί Σου και τη δικαιοσύνη Σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους· και ή απόφασί Σου ή δικαια είναι να ματαειπωθη ή Ελλάς, να λαμπρυνθή αύτήνη και ή θρησκεία του Χρίστου και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι όπου υπερασπίζονται το δίκαιον».
Ό Όδυσσέας Ανδρούτσος (ο δήθεν μουσουλμάνος το θρήσκευμα) γράφει στους Γαλαξειδιώτες οτίς 22-3-1821: «Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να δράξωμε το άρματα μια ήμερα και να χυθούμε κατεπάνω στους τυράννους μας πού τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τί την θέλουμε, βρε αδέλφια, τούτη την πολυπικραμμένη ζωή, να ζούμε από κάτω στη σκλαβιά, και το σπαθί των Τούρκων ν’ άκονιέται εις τα κεφάλια μας; Δεν τηράτε πού τίποτε δεν μας απέμεινε; Οι εκκλησίες μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων… Τίποτε αδέλφια δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέπον να σταυρώσουμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό. Ό Θεός μας έδωσε χέρια, γνώσι, νου.’Ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ό,τι μας όπανταχαίνει ας το βαλωμε γρήγορα σε πραξιν και ας είμεθα, αδέλφια, βέβαιοι το πώς ό Χριστός μας ό πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνω μας… Στά άρματα, αδέλφια, ή να ξεσκλαβωθούμε ή να πεθάνωμε…».
Αυτά τα λόγια των ηρώων του 1821, πού τα ένέπνεε ή πίστη στο Θεό και ή αγάπη προς την πατρίδα, αποτελούν ιερή παρακαταθήκη και για μας σήμερα.